Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στον σύγχρονο βίο



H βλακεία, ως αντίθετο της ευφυΐας, χαρακτηρίζει ιδιαίτερα ορισμένους τύπους και ομάδες ανθρώπων που βλέπουν την εξουσία σαν πηγή εξυπηρέτησης ιδιοτελών συμφερόντων και πελατειακών διασυνδέσεων. Έτσι οι «βλάκες», εν αντιθέσει προς τους ευφυείς, επιδιώκουν, συνήθως με ανέντιμα, αθέμιτα ή και παράνομα μέσα, να εξυπηρετήσουν ιδιοτελή συμφέροντα εις βάρος του κοινού αγαθού. Το πρόβλημα τους ομως είναι ότι δεν διαθέτουν την διανοητική ικανότητα να διακρίνουν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των ενεργειών τους στην κοινωνία και στον ίδιο τους τον εαυτό. Ο κύριος στόχος της μελέτης, η οποία διατρέχεται από ένα πολύ ιδιάζον χιούμορ, είναι να αναδείξει ουσιώδεις διαστάσεις και όψεις της παθογένειας της νεοελληνικής κοινωνίας, οι οποίες φαίνεται να είναι διαχρονικές και οπωσδήποτε σύγχρονες.
Ο κοινωνιολόγος Ευάγγελος Λεμπέσης διετέλεσε πολιτικός σχολιαστής, αρθρογράφος, καθηγητής Παντείου, αρχισυντάκτης πολλών εντύπων, διευθυντής ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών και πολλά άλλα, από το 1930 μέχρι το 1956 περίπου.  Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1906 και σπούδασε στη Γερμανία. Το δοκίμιο αυτό, που γράφτηκε στην αρχική του μορφή στην καθαρεύουσα το 1941, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1941 στο νομικό περιοδικό «Εφημερίς των Ελλήνων Νομικών» και αναδημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 1976 στο νομικό περιοδικό «Διοικητική Δικαιοσύνη», αποτελεί μια κοινωνική κριτική εναντίον της διαφθοράς και της αναξιοκρατίας, και σήμερα κυκλοφορεί τόσο σε έντυπη όσο και σε ηλεκτρονική μορφή. 
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ

Οι βλάκες ταξινομούνται σε δύο κύριες μεγάλες ομάδες, τελείως αντίθετες μεταξύ τους, και ακόμη άλλες τρείς παραλλαγές. Η πρώτη ομάδα βρίσκεται στις κατώτερες κοινωνικές βαθμίδες, κατέχει τις υποδεέστερες κοινωνικές θέσεις και αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης. Το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στη δεύτερη ομάδα, οι βλάκες της οποίας  κατέχουν σπουδαίες θέσεις στην κοινωνία. Με βάση την αρχή της ελαχίστης προσπαθείας, συνασπίζονται για να αντιμετωπίσουν μια ισχυρότερη δύναμη στο πρόσωπο των ολίγων ή του ενός, και οργανώνονται σε ομάδες, οι οποίες στην κοινωνιολογία ονομάζονται «κλίκες».
Αυτός ο τύπος ανθρώπου έχει μία μανία, να ανήκει σε οργανώσεις, πάσης φύσεως και όσο το δυνατό περισσότερες. Αυτό εξηγείται πρώτα πρώτα από την έλλειψη ατομικότητας, η οποία συνεπάγεται μία μεγάλη ευκολία αγελοποίησης. Εκτός τούτου, διακατέχεται συνεχώς από φόβο και πανικό μήπως περιέλθει σε οποιοδήποτε «περιθώριο». Αποτέλεσμα: Δημιουργείταιαυτόματη συρροή βλακών σε πάσης φύσεως οργανώσεις. Και εάν μεν οι οργανώσεις αυτές είναι συμφεροντολογικές, διατηρούν τουλάχιστον την σοβαρότητα των συμφερόντων τους. Εάν όμως είναι πνευματικές, συν τω χρόνω, περιέρχονται σε πλήρη βλακοκρατία.
Κατόπιν όλων τούτων επόμενο είναι ότι οι λεγεώνες των βλακών ωθούνται και υφίστανται ακατανίκητη έλξη από τις παντός είδους αγελαίες, αντιατομιστικές και ομαδιστικές οργανώσεις και θεωρίες, καθώς επίσης και από πάσης φύσεως παρεμβατισμό ή διευθυνομένη οικονομία. Έτσι εξηγείται και η ατελείωτη επιλογή βλακών στα ομαδικά συστήματα, η οποία με την βοήθεια μιας πολιτικής βίας κατοχυρώνεται και σαν πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς. Η ελευθερία της σκέψης (χρήσιμη μόνον σε εκείνους που διαθέτουν σκέψη) είναι για τους βλάκες ιδιαίτερα αντιπαθητική, διότι ασκούμενη από άλλους στρέφεται εναντίον τους, εναντίον των συμφερόντων τους και εναντίον των εξουσιαστικών θέσεων τις οποίες κατέχουν.
Με βάση τα παραπάνω είναι εύκολο να ερμηνευτεί και η ακατανίκητη τάση των βλακών προς πάσης φύσεως αγελαίες εμφανίσεις, κοσμικές συγκεντρώσεις, προβολή από τα Μ.Μ.Ε, διακρίσεις, τίτλους, «διπλώματα» και κάθε είδους «παράσημα». Και εδώ προκύπτει ένα μεγάλο ερώτημα: Από πού κι’ ως πού είναι δεδομένη η δυνατότητα της βλακικής αγέλης να δράσει με τρόπο αποτελεσματικό; Αυτό συμβαίνει κατά πρώτον διότι ωρισμένοι βλάκες κατέχουν θέσεις υποδεέστερες μεν, αλλά εντελώς «μοιραίες» στον κοινωνικό οργανισμό, ο οποίος στην πράξη βασίζεται στις κατώτερες του βαθμίδες. Στην πράξη, τα πρόσωπα των ανωτέρων βαθμίδων  εξαρτώνται από τα κατώτερα και μερικές φορές μάλιστα αυτή η εξάρτηση παίρνει μορφές καθαρά εκβιαστικές. Για παράδειγμα, ένας υπάλληλος μπορεί να προωθήσει ή να ενταφιάσει μία υπόθεση σε μία υπηρεσία ή να καλύψει έναν εγγληματία σε μία αστυνομική αρχή, σε περίπτωση που τα κατώτερα πρόσωπα της ιεραρχίας είναι αλληλέγγυα προς αυτόν. Κατά δεύτερον οι «κλίκες» μπορούν να προωθήσουν τα μέλη τους σε ανώτερες βαθμίδες και να αναδείξουν τον εαυτόν τους, παρακωλύοντας αντίθετες ενέργειες υπερκειμένων παραγόντων για την προώθηση προσώπων αξίων και ικανών. Έτσι, τα δεδομένα της βλακοκρατείας κλιμακώνονται και η καταστάσεις διαιωνίζονται. Ενός βλακός ερχομένου, μύριοι έπονται. Διότι ένας βλάξ, εφόσον ανέλθει, θα προωθήσει πρόσωπα μόνον κατώτερα από τον εαυτόν του.
Οι βλάκες ταξινομούνται σε τρείς μεγάλες υποομάδες ή παραλλαγές. Η πρώτη παραλλαγήπεριλαμβάνει βλάκες και ανίκανους οι οποίοι ανέρχονται και επικρατούν ατομικά και καταλαμβάνουν θέσεις στις οποίες η ανεπάρκεια τους είναι τουλάχιστον ανεκτή αν όχι και πλεονεκτική. Πολλές φορές οι άνθρωποι αυτοί καταλαμβάνουν αξιώματα με τα οποία ουδέποτε θα καταδεχόταν να ασχοληθεί ένας σοβαρά απασχολούμενος άνθρωπος. Άλλοτε όμως μπορεί να γίνουν ακόμη και σοβαροί παράγοντες μίας κυβέρνησης ή ακόμη και πρόεδροι μίας Δημοκρατίας. Και βέβαια όλα τα αξιώματα διανθίζονται με διακρίσεις, παράσημα, δεξιώσεις κ.ο.κ. Για μία τέτοιου είδους άνοδο απαιτούνται ειδικά προσόντα: Πρώτον παντελής έλλειψη προσωπικότητας. Αυτή εκδηλώνεται με μόνιμη απουσία γνώμης πάνω στο οποιοδήποτε ζήτημα, με το φόβο της σύγκρουσης και της διαφωνίας, καθώς επίσης και με μία ολιγόλογη ανιαρότητα, η οποία μπορεί να εκληφθεί και σαν βαθύνοια ή σοβαρότητα, στην πραγματικότητα όμως οφείλεται απλά και μόνον στην απόλυτη έλλειψη πνεύματος. Με λίγα λόγια αυτού του τύπου οι βλάκες είναι σοβαροφανείς και διακρίνονται σε δύο υποομάδες: Αυτούς που «ψωνίζουν», δηλαδή αγοράζουν αλλά δεν πουλάνε, και αυτούς που «σνομπάρουν».
Αυτοί που «ψωνίζουν» έχουν έκδηλη στο πρόσωπο την βλακώδη πονηρία. Η εξυπνάδα ενός τέτοιου βλάκα συνίσταται στην πεποίθηση της ικανότητας του να κρύβει με μεγάλη επιμέλεια την ίδια του την εξυπνάδα. Έτσι λοιπόν αποφεύγει να μιλάει και περιορίζεται να ακούει τα λεγόμενα των άλλων, τα οποία μάλιστα συνοδεύει και με ένα εξυπνώδες ηλίθιο μειδίαμα. Αποφεύγει να απαντά, διότι βεβαίως δεν είναι «κουτός» για να εκτεθεί. Κατ’ αρχήν θεωρεί τον κάθε άνθρωπο εχθρό, ο οποίος καραδοκεί να του αρπάξει, με σκοπό να τον εκθέσει, όποια τυχόν εκδήλωση του ξεφύγει κατά λάθος. Γι’ αυτό και ένας τέτοιος τύπος είναι όλη την ώρα ιδιαίτερα προσεκτικός. Τον καθένα που εκφράζεται με γνώμες και απόψεις τον θεωρεί αναμφισβήτητα βλάκα, ενώ ο ίδιος φροντίζει να κρύβει με επιμέλεια την ευφυϊα του πίσω από ένα συγκαταβατικό μειδίαμα. Για τους διανοούμενους, και ιδίως για αυτούς που αγωνίζονται, τρέφει απέραντη περιφρόνηση και τους αντιμετωπίζει με συγκρατημένη αυτοπεποίθηση, συγκατάβαση και μετριόφρονα υπεροχή.
Αυτοί που «σνομπάρουν» αποτελούν μία πραγματική κοινωνική μάστιγα. Αυτοί, ως επί το πλείστον, μιλούν πολύ και περιπλέκουν με υπέρμετρο στόμφο πράγματα μικρά, προφανή και αυτονόητα που τα παρουσιάζουν για μεγάλα, δυσνόητα και σπουδαία. Διανθίζουν μάλιστα και το πομπώδες ύφος τους με μία στάση προστατευτική, η οποία ζητά να κατακτήσει την συμπάθεια του κόσμου, ενώ στην πραγματικότητα μοναδικό σκοπό έχει να υποτιμήσει τους άλλους.
Στη δεύτερη παραλλαγή εντάσσονται οι λεγόμενες χρυσές μετριότητες, οι οποίες μέσα σε μία στοιχειώδη εξυπνάδα αποφασίζουν να υποδυθούν ότι είναι βλάκες, να κάνουν δηλαδή την «πάπια», όπως λέει και ο λαός. Είναι δηλαδή κάποιοι στοιχειωδώς ευφυιείς οι οποίοι υποκρίνονται, διότι, ζώντας ανάμεσα σε τελείως βλάκες, ξέρουν ότι, αν η στοιχειώδης ευφυία τους αποκαλυφθεί, η παρουσία τους κινδυνεύει να γίνει ασύμφορα προκλητική. Αυτός ο ρόλος βέβαια είναι ιδιαίτερα δύσκολος. Πρώτα πρώτα, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κρύψει κανείς την οποιανδήποτε πνευματική ή ψυχική ζωή του και τις αναπόφευκτες αντανακλάσεις της όποιας εσωτερικότητας στην εξωτερική του εμφάνιση. Έτσι η παρουσία ενός στοιχειωδώς ευφυιούς, που δεν διαθέτει και ιδιαίτερο υποκριτικό ταλέντο και προσπαθεί να κάνει την «πάπια», εκπέμπει μία αύρα ανθρώπου σε κατάσταση άμυνας ή φυγής και στη χειρότερη περίπτωση ζώου σε κατάσταση πανικού. Τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα της απέχθειας και του φόβου για τους απέναντι, της αποφασιστικότητας να ξεπεράσει τον εαυτό του αλλά και της αυτοαπόρριψης για τον συμβιβασμό που κάνει, προδίδουν την επί της ουσίας αδυναμία του να συναγωνιστεί τους «άλλους». Άλλωστε, οι άλλοι, ως γνήσιοι βλάκες, δηλαδή φτωχοί στο πνεύμα και επίπεδοι στο συναίσθημα, διαθέτουν τέτοιο ένστικτο καχυποψίας, εξ αιτίας του οποίου η κάθε προσπάθεια του στοιχειωδώς ευφυϊούς για να υποκριθεί ματαιώνεται και η κάθε πραγματική του ειλικρίνεια εκλαμβάνεται σαν υποκρισία.
Ο βλάκας έχει την ένστικτη καχυποψία τόσο ανεπτυγμένη, ώστε αδυνατεί να αναγνωρίσει και να εννοήσει συλλογισμούς και ευφυϊείς υπολογισμούς  που βασίζονται στην διάννοια. Για τον βλάκα ο μηχανισμός της διάννοιας είναι ξένος και νοητικά απροσπέλαστος. Απέναντι στη σκέψη των άλλων αισθάνεται άοπλος και ανυπεράσπιστος. Έτσι, μία μόνον άμυνα διαθέτει, όπως ακριβώς ένα άγριο ζώο ή ένας πρωτόγονος άνθρωπος:  Την ένστικτη καχυποψία. Η καχυποψία και η απότοκος αυτής πονηρία λειτουργούν τελικά αντίθετα από την διάννοια και κόντρα σε αυτήν, παρά το γεγονός ότι, εξελικτικά, η διάννοια δεν είναι κάτι το οποίο αναπτύσσεται αντίθετα ή ανεξάρτητα από το ένστικτο, αλλά αποτελεί εμπλουτισμό του ενστίκτου με λογικά μέσα. Πονηρία είναι η ενεργητική όψη και το δεύτερο στάδιο της καχυποψίας, η πονηρία δηλαδή συνεπάγεται δράση. Δράση όμως κατά κύριον λόγο αμυντική, η οποία προϋποθέτει ένα ζώο πνευματικά αμήχανο και ενστικτωδώς πανικόβλητο. Ως εκ τούτου δε, και εξαιρετικά επικίνδυνο. Η βλακώδης ποιότητα συλλογισμών και συμπερασμάτων προάγει την παθητική άμυνα που λέγεται καχυποψία σε ενεργητική άμυνα και δράση εναντίον «υπόπτων»… Εκτός αυτού, βλακώδεις συλλογισμοί και συμπεράσματα έρχονται να τεθούν σε πρακτική εφαρμογή και να δραστηριοποιήσουν μεθόδους ανάλογης πνευματικής υποστάθμης, όπως κολακεία, ψεύδος, ραδιουργία, κλάψα και επαιτεία, προσφορά υπηρεσιών με ανήθικο περιεχόμενο, χαφιεδισμό, χειροφιλήματα, εκφωνήσεις λόγων, συρραφή κολακευτικών στίχων και ό,τι άλλο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, ανάλογα με την περίσταση. Αυτή η τελευταία θετική και προσοδοφόρα χρησιμοποίηση της πονηρίας ονομάζεται επιτηδειότης. Και εδώ συμβαίνει και πραγματοποιείται το εξής καταπληκτικό: Η ευτέλεια και η διανοητική κατωτερότητα των κολακευομένων προσδίδει μεγάλη δύναμη στα βλακώδη μέσα, τόσο μεγάλη ώστε οι βλάκες, με την λεγόμενη επιτηδειότητά τους, καταφέρνουν τελικά και πετυχαίνουν τον σκοπό τους, προωθούνται και επικρατούν.
Εδώ βεβαίως τίθεται ένα πάρα πολύ μεγάλο ερώτημα: Ποιά υποκατηγορία βλακών είναι η πλέον επικίνδυνη για την κοινωνία, αυτή που διαπράττει όλα όσα αναφέραμε παραπάνω ή εκείνη που θεωρεί ως ευφυείς όλους αυτούς τους επιτήδειους βλάκες; Με άλλα λόγια ποιός είναι περισσότερο βλάξ, ο κολακεύων ή ο κολακευόμενος; Όπως όμως και να έχει το ζήτημα, βέβαιον είναι ότι όλα τα μέσα της λεγόμενης επιτηδειότητας είναι εντελώς άσχετα με την ευφυϊα και ότι κανένας πραγματικά ευφυής δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη να τα χρησιμοποιήσει από την στιγμή που η ευφυϊα αναμφισβήτητα δίνει στον κατέχοντα την δυνατότητα να πολεμήσει και να επικρατήσει με την αξία του. Ότι τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούν οι επιτήδειοι είναι ευκολώτερα δεν αμφισβητείται. Ότι ο κολακευόμενος, εάν πιστέψει στην ειλικρίνεια του επιτηδείου είναι βλάξ, επίσης δεν αμφισβητείται. Είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ότι, εαν ο κολακευόμενος είναι βλάξ, βλάξ θα είναι και αναγκαστικά και αυτός ο οποίος τον πείθει; Αλλοίμονο… Κανένας ευφυής δεν έχει μέχρι τώρα κατορθώσει να πείσει έναν βλάκα και καμία συνεννόηση δεν έχει επιτευχθεί μεταξύ ετερογενών εγκεφάλων. Δύο κεφαλές, για να συνεννοηθούν, πρέπει να είναι ή εξ ίσου κενές ή εξ ίσου πλήρεις. Κλασσική είναι η αποτυχία των ευφυών οι οποίοι κατά καιρούς αποπειράθηκαν να εισέλθουν στον ψυχοδιανοητικό κόσμο των βλακών. Και αλλοίμονο… Εάν οι βλάκες τυχαίνει κάποτε να είναι και ισχυροί εξουσιαστές των υψηλών αξιωμάτων, τραγική είναι η μοίρα των αποτυχόντων ευφυών. Τόσο τραγική μέχρι του σημείου να οδηγηθούν αυτοί οι άτυχοι στην απελπισία και καμιά φορά και στον τερματισμό της σταδιοδρομίας τους ή ακόμα και της ζωής τους. Αντιθέτως, ούτε ένα νέφος δεν διατάραξε ποτέ την σύμπνοια μεταξύ των ομοειδών εκείνων βλακών οι οποίοι θεωρούν τους ατυχήσαντες αυτούς ευφυείς αναμφισβητήτως βλάκες.
Η τρίτη παραλλαγή αποτελεί μία προχωρημένη μορφή της προηγουμένης. Εδώ εντάσσονται κάποιοι βλάκες-απατεώνες, συνοδευόμενοι μάλιστα από μία ακόμη βλακώδη υποομάδα, τους βλάκες-θαυμαστές των απατεώνων. Οι πρώτοι δεν διστάζουν να διακηρύττουν με κομψότητα, βάσει κάποιου λεγόμενου ωφελιμισμού, ότι η τιμιότητα είναι βλακεία. Όμως, αν ένας βλάκας καταφεύγει στην επιτηδειότητα λόγω των πενιχρών πνευματικών του μέσων, εξ αιτίας της ίδιας πενίας και έλλειψης θα καταφύγει και στην απάτη. Ως γνωστόν, απάτη είναι είτε η παρουσίαση ψευδών πραγμάτων ως αληθών, είτε και η απλή αποσιώπηση της αλήθειας. Από έναν τέτοιον ορισμό προκύπτει η επικρατέστερη άποψη των συνηθισμένων ανθρώπων ότι η απάτη επιτυγχάνει αφ ενός μεν λόγω της ευφυϊας του απατεώνα, αφ ετέρου δε λόγω της ευπιστίας του θύματος. Όμως, ο καθένας, ακόμη και ένας βλάκας, μπορεί να παρουσιάσει ψεύτικα πράγματα ως αληθινά. Η απάτη είναι ο διανοητικά ευκολώτερος δρόμος, γι’ αυτό και καταφεύγει σε αυτήν ο στερημένος από άποψη ευφυϊας. Αντιθέτως τα έντιμα μέσα είναι δυσκολώτερα, διότι προϋποθέτουν διανοητική ενέργεια και πραγματική ατομική αξία. Παρόλα ταύτα, μεταξύ των θαυμαστών των απατεώνων είναι ευρύτατα διαδεδομένη η αντίληψη ότι ένας απατεώνας όχι μόνον αποκλείεται να είναι βλάκας, αλλά οπωσδήποτε είναι ευφυής. Αυτή η αντίληψη προέρχεται από την «θεωρία» των βλακών περί της ευπιστίας. Πράγματι, είναι αλήθεια ότι ο βλακωδέστερος των βλακών θα μπορούσε να εξαπατήσει έναν Κάντ ή έναν Μπετόβεν. Κι’ αυτό διότι η ευπιστία, θεωρώντας εκ των προτέρων τα άλλα άτομα ως έντιμα και συνεπώς ευφυή, είναι το μεγαλύτερο τεκμήριο πνευματικής ανάπτυξης και πολιτισμού. Όμως οι βλάκες είναι εθισμένοι να «σκέπτονται» όχι με τον νοητικό μηχανισμό, τον οποίον άλλωστε δεν διαθέτουν, αλλά με χονδροειδείς και μόνον εξωτερικές εντυπώσεις. Δεν ερευνούν τις αιτιοκρατικές σχέσεις, αλλά εντυπωσιάζονται από το μεμονωμένο γεγονός μιας επιτυχημένης απάτης, και από ένα τέτοιο γεγονός συνάγεται με συνοπτικές διαδικασίες αφ ενός μεν η βλακεία του θύματος, αφ ετέρου δε η ευφυϊα του απατεώνος.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΒΛΑΚΩΝ
Eύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η παραγωγή βλακών δεν είναι ταξική. Η φύση δεν έδωσε σε μία ωρισμένη κοινωνική τάξη το επίζηλο αυτό προνόμιο. Καμία κοινωνική τάξη δεν στερήθηκε τους βλάκες και τον ιδιαίτερο κοινωνικό τους ρόλο. Η βλακεία δεν έχει ταξική πατρίδα. Ψυχολογικές είναι οι διαφορές που δημιουργούν τις ποικιλίες και τις παραλλαγές μεταξύ των βλακών που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και η εκάστοτε ανώτερη τάξη φαίνεται ότι έχει προικιστεί πλουσιοπάροχα με τους πλέον διασκεδαστικούς από τους τύπους αυτούς. Ο βλάκας της ανώτερης τάξης, με την φυσική ατροφία στον βουλητικό του κόσμο και χωρίς καμία δικιά του πνευματικότητα, λαμβάνει πολύ σοβαρά υπ’ όψιν του την ατελείωτη σειρά από τα «πρέπει» και τις απαγορεύσεις που του επιβάλλει η ευπρεπής του οικογένεια. Έτσι, μέσα στον ταξικό του κύκλο κερδίζει τον τίτλο του «καλού παιδιού», ενώ στην αντικειμενική διάλεκτο θα μπορούσε να αποκληθεί με επιείκεια «ευπρεπής» ή «καθώς πρέπει βλάξ». Αντίθετα, ένα παιδί του λαού ονομάζεται σε αντίστοιχη περίπτωση, κατά κυριολεξία και χωρίς επιείκεια, πολύ απλά και πολύ λαϊκά και εντελώς απερίφραστα «κόπανος». Και στα πλαίσια της κατώτερης κοινωνικής τάξης τα πράγματα είναι για τον βλάκα πάρα πολύ πιο δύσκολα. Ένας βλάκας ανώτερης κοινωνικής τάξης απολαμβάνει στην μαθητική του ηλικία όλη την μορφωτική αγωγή και περιποίηση, που τον κάνουν να παραμένει ψυχολογικά αμείωτος. Αυτό όμως σε πρεσβύτερη ηλικία επαυξάνει την γελοία του αυτοπεποίθηση, του δίνει την δυνατότητα να φτάσει ανενόχλητος σε υψηλά κοινωνικά αξιώματα και η ατομική του ύπαρξη, ως μη ώφειλε, είναι γνωστή στην κοινωνία. Αντίθετα ένας βλάκας-παιδί του λαού χειραγωγείται πολύ σκληρά, τόσο από τους γονείς του, όσο και από τους δασκάλους του και τους συμμαθητές του στο σχολείο. Και αυτή η σκληρότητα μπορεί να τον φτάσει μέχρι την πλήρη ψυχολογική εξουθένωση με την υποτίμηση, τους προπηλακισμούς, τις φάρσες, τις ύβρεις και τις βιαιοπραγίες. Μετά από όλα αυτά βέβαια ο βλάξ των λαϊκών τάξεων είναι πάρα πολύ δύσκολο να ανέλθει στην κοινωνική κλίμακα, γι’ αυτό και, σε σύγκριση με τον γεμάτο αυτοπεποίθηση και έπαρση βλάκα των ανωτέρων τάξεων, είναι πολύ λιγώτερο γελοίος, συμπαθέστερος, σεμνότερος, εν πολλοίς άγνωστος και βεβαίως ακινδυνώτερος. Όπως και να έχουν τα πράγματα όμως, το πνευματικό προλεταριάτο πάσης ταξικής καταγωγής είναι ένα και ενιαίο.
ΤΕΛΙΚΑ ΜΗΠΩΣ Η ΤΙΜΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΒΛΑΚΕΙΑ;
Μετά από όλη αυτήν την θεώρηση των πραγμάτων, ένα μεγάλο ζήτημα που προκύπτει είναι η σχέση μεταξύ του βλάκα και του επιτήδειου ή και του απατεώνα. Με άλλα λόγια, η σχέση ανάμεσα στην τιμιότητα και την βλακεία ή ανάμεσα στην ανηθικότητα και την ευφυϊα. Οι περισσότεροι συνηθισμένοι άνθρωποι θεωρούν τον επιτήδειο και τον απατεώνα ενδεχομένως ανήθικους, τους κατατάσσουν όμως αναμφισβήτητα μεταξύ των ευφυϊών. Οι περισσότεροι συνηθισμένοι άνθρωποι διαχωρίζουν την ανηθικότητα από την βλακεία και το ήθος από την ευφυϊα. Όμως συμβαίνει εντελώς το αντίθετο: Ο επιτήδειος και ο απατεών είναι απλά και μόνον υποδιαιρέσεις του βλακός. Και ιδού πώς: Κανένας άξιος άνθρωπος δεν έχει ανάγκη την επιτηδειότητα και την απάτη για να προωθηθεί και να επικρατήσει. Κανένας άνθρωπος με πραγματική αξία δεν έχει ανάγκη να γίνει επιτήδειος ή απατεών. Η πονηρία αποτελεί φυσική ιδιότητα των βλακών και αναπτύσσεται σαν η μόνη εφικτή άμυνα, στην οποία η φυσική ατροφία του νοητικού μηχανισμού των βλακών επιτρέπει να αναπτυχθεί. Από αυτήν και μόνον την διαπίστωση προκύπτει ότι μόνον ένας άνθρωπος πνευματικά ανάπηρος έχει ανάγκη την επιτηδειότητα και την απάτη για να προωθηθεί και να επικρατήσει. Απόλυτη συνέπεια τηςπνευματικής αναπηρίας ενός βλάκα είναι άλλωστε όχι μόνον η αγελαία του τάση, όχι μόνον ηπροώθησή του, πλάτη με πλάτη, με την λεγεώνα των ομοίων του, αλλά και η έλλειψη αντίθετης γνώμης, η αποφυγή κάθε σύγκρουσης και κάθε μάχης, και η προσφυγή, αντί όλων αυτών, στα ευτελέστερα και ευκολώτερα μέσα της κολακείας, των  εκδουλεύσεων, τηςεπιτηδειότητας και της απάτης. Εξ’ ού και έπεται το ακλόνητο τούτο δόγμα: Η ανηθικότητα αποτελεί αποκλειστικό προϊόν βλακείας.

Συγγραφέας: Ευάγγελος Λεμπέσης

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Θα αγοράζατε ένα αυτοκίνητο που έχει προγραμματιστεί να σας σκοτώσει αν πρέπει να σώσει δύο ή περισσότερους πεζούς;

Ποιoν θέλεις να σκοτώσει το αυτόματο αυτοκίνητό σου;


Θα αγοράζατε ένα αυτοκίνητο που έχει προγραμματιστεί να σας σκοτώσει αν πρέπει να σώσει δύο ή περισσότερους πεζούς; Το φαινομενικά υποθετικό αυτό ερώτημα απασχολεί τα τελευταία χρόνια κυβερνήσεις, φιλοσόφους και αυτοκινητο­βιομηχανίες σε όλο τον κόσμο. Και απάντηση δεν βρίσκουν…

Τα αυτόνομα αυτοκίνητα δεν έχουν αυτογνωσία. Δουλειά τους είναι να οδηγούν, όχι να σκέφτονται

Ερικ Σμιτ - πρώην CEO της Google
Το έτος 2030 κινείστε σε έναν ορεινό επαρχιακό δρόμο με το αυτόνομο αυτοκίνητό σας -χωρίς οδηγό- όταν πετάγονται στον δρόμο τρία παιδάκια. Σε δέκατα του δευτερολέπτου το σύστημα ελέγχου του αυτοκινήτου πρέπει να αποφασίσει αν θα στρίψει απότομα οδηγώντας σας σε βέβαιο θάνατο ή θα κινηθεί ευθεία σκοτώνοντας τα παιδιά.
Η απόφασή του θα εξαρτηθεί από έναν αλγόριθμο που έχει δημιουργήσει η κατασκευάστρια εταιρεία και ο οποίος θα πρέπει να συνυπολογίσει τα οφέλη και τις απώλειες σε υλικές ζημιές και ανθρώπινες ζωές.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι προγραμματιστές του συγκεκριμένου αλγόριθμου απασχολεί εδώ και δεκαετίες την Ηθική. Ουσιαστικά αποτελεί μια ακόμη παραλλαγή του περίφημου «προβλήματος του τραμ» που διατυπώθηκε τη δεκαετία του '60: ένα τραμ κινείται εκτός ελέγχου σε μια σιδηροτροχιά όπου βρίσκονται δεμένα πέντε άτομα.
Ενας εξωτερικός παρατηρητής μπορεί να αλλάξει τη σύνδεση των γραμμών σε μια διασταύρωση ώστε το τραμ να περάσει σε άλλη γραμμή. Εκεί όμως θα σκοτώσει έναν ανυποψίαστο εργάτη που πραγματοποιεί εργασίες συντήρησης.
Ερευνες απέδειξαν ότι το 90% των ερωτηθέντων υποστηρίζει ότι ο παρατηρητής πρέπει να θυσιάσει τον εργάτη προκειμένου να σώσει τα πέντε άτομα.
Σε μια πιο σύνθετη παραλλαγή του προβλήματος, που παρουσίασε η Αμερικανίδα φιλόσοφος Τζούντιθ Τζάρβις Τόμσον, ο εξωτερικός παρατηρητής μπορεί να σώσει τα πέντε άτομα μόνο αν σπρώξει στις γραμμές ένα βαρύ αντικείμενο. Και το μόνο που του βρίσκεται είναι ένας χοντρός κύριος που στέκεται δίπλα του.
Θα αναλάβει όμως να σκοτώσει έναν άνθρωπο με τα ίδια του τα χέρια για να σώσει πέντε άλλους; Και πώς θα επηρεάσει την απόφασή του το αν γνωρίζει προσωπικά τον χοντρό κύριο, αν αυτός είναι καλός άνθρωπος ή αν είναι ο δράστης που έδεσε τα πέντε άτομα στις ράγες;
Η Τόμσον παρουσίασε και μια ακόμη πιο ακραία εκδοχή (χωρίς τραμ) στην οποία ένας γιατρός έχει πέντε ετοιμοθάνατους ασθενείς που χρειάζονται μεταμοσχεύσεις οργάνων.
Οταν χτυπά την πόρτα του ένας άγνωστος στην περιοχή τουρίστας (που συμπτωματικά είναι συμβατός δότης για όλους τους ασθενείς) ο γιατρός αναρωτιέται εάν θα έπρεπε να τον σκοτώσει για να σώσει τους πέντε ασθενείς του.
Οσο πιο σύνθετο είναι το «πρόβλημα του τραμ» τόσο πιο ξεκάθαρο γίνεται ότι δεν υπάρχουν προκαθορισμένες ηθικές απαντήσεις – άλλωστε η ίδια η ηθική, όπως μας δίδασκε και ο Λένιν, μεταβάλλεται από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή όταν αλλάζουν οι κοινωνικές συνθήκες και εν τέλει οι παραγωγικές σχέσεις.
Εχουν όμως αυτά κάποια σχέση με τα νέα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό ή μήπως αποτελούν νοητικές ασκήσεις για να κρατάμε απασχολημένους τους φιλοσόφους μας;
Στην περίπτωση του αυτοκινήτου, όπως είπαμε, το ερώτημα είναι ποιος θα καθορίσει τον αλγόριθμο. Δηλαδή σε ποιον θα δώσουμε την εξουσία να αποφασίζει ποιος ζει και ποιος πεθαίνει.
Αν λόγου χάρη αποφασίζει μια ασφαλιστική εταιρεία, θα προτιμά να προκαλεί δυστυχήματα με το μικρότερο οικονομικό κόστος. Αντίθετα μια αυτοκινητοβιομηχανία θα έχει στόχο να προστατεύσει τους επιβάτες του οχήματος και όχι τους πεζούς ή τους άλλους οδηγούς.
Διαφορετικά κανείς δεν θα αγοράσει ένα αυτοκίνητο εάν γνωρίζει εκ των προτέρων ότι ενδέχεται να τον «θυσιάσει» προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Σχετικές έρευνες μάλιστα έδειξαν ότι οι ίδιοι άνθρωποι που απαντούσαν ότι είναι καλύτερο να σκοτωθεί ένα άτομο αντί για πέντε δήλωναν ότι δεν θα αγόραζαν ένα αυτοκίνητο που θα λάμβανε αυτήν την απόφαση.
Είναι επίσης αφελές να πιστεύει κανείς ότι η νέα τεχνολογία θα φέρει την ισότητα σε ένα σύστημα που τρέφεται από τις ανισότητες και πως οι πλούσιοι οδηγοί δεν θα έχουν ένα τρόπο να παρακάμπτουν έναν αλγόριθμο που μπορεί να τους σκοτώσει. Αφήνοντας λοιπόν την απόφαση στις δυνάμεις της αγοράς είναι πιθανότερο να θρηνούμε περισσότερα θύματα.
Θεωρητικά τον τελικό λόγο θα πρέπει να έχει κάποια κρατική αρχή η οποία θα προτιμήσει την επιλογή με τα λιγότερα θύματα. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι το κράτος αντιμετωπίζει τους πολίτες του ισότιμα και αποδίδει την ίδια αξία σε κάθε ανθρώπινη ζωή – γεγονός που όπως εμπειρικά γνωρίζουμε δεν ισχύει σχεδόν σε καμία περίπτωση.
Το σημαντικότερο βέβαια πρόβλημα, θα υποστηρίξουν ορισμένοι, είναι ότι από τη στιγμή που και το κράτος δεν είναι παρά ένα εργαλείο που διασφαλίζει την κυριαρχία της εκάστοτε οικονομικής ελίτ είναι πολύ πιθανότερο να υποκύψει στα αιτήματα των ισχυρότερων λόμπι του χώρου.
Πριν τους κατηγορήσουμε συλλήβδην για συνωμοσιολογία να θυμηθούμε ότι ο πρώην επικεφαλής στρατηγικού σχεδιασμού του Ομπάμα, Ντέιβιντ Πλουφ, μεταπήδησε στην εταιρεία Uber, όταν αυτή αντιμετώπιζε προβλήματα με τις αμερικανικές αρχές για τους κανόνες που διέπουν τις υπηρεσίες της.
Σήμερα η Uber πρωτοστατεί μαζί με την Google στις έρευνες για τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό και σύντομα θα χρειαστεί ανθρώπους που ξέρουν πώς να κινούν τα νήματα στους διαδρόμους της Ουάσινγκτον.
Η τεχνολογία είναι λοιπόν και πάλι εδώ για να κάνει τη ζωή μας ευκολότερη και ασφαλέστερη. Το θέμα είναι με ποιον θα μοιραζόμαστε τα κλειδιά του νέου μας «ΙΧ» αυτοκινήτου.
efsyn

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

καφενεία...

7 τύποι που συναντάς πάντα στα καφενεία...

7 τύποι που συναντάς στα καφενεία
Τα καφενεία, θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι η σύγχρονη εκκλησία του δήμου. Μπορεί η αυθεντική να έμεινε στην ιστορία για κάτι δημοκρατίες και άλλα τέτοια χαζά, αλλά στα καφενεία  δημιουργούνται συνειδήσεις. 
Εμείς αυτά τα έχουμε φάει και με το κουτάλι και με το πιρούνι και με τα χέρια. Έτσι θεωρήσαμε χρέος μας να σου περιγράψουμε τι ακριβώς βλέπεις γύρω σου κάθε φορά. 
Αυτοί είναι οι 7 τύποι που συναντάς πάντα στα καφενεία....


Τον συγκεκριμένο τύπο τον καταλαβαίνεις πάντα από την εφημερίδα. Είτε κρατάει Ελεύθερη Ώρα είτε κάποια καμμένη εφημερίδα της επαρχίας με τεράστιους τίτλους και 11 διαφορετικές γραμματοσειρές στο ίδιο πρωτοσέλιδο. Στα κλειδιά του δεσπόζει μπρελόκ με το "πουλί" της χούντας και ο ίδιος πάντα αναπαράγει τις κλασικές πίπες που λένε οι χουντικοί. Είναι ψηλός, αντιπαθητικός και θεωρεί τον εαυτό του απόγονο των αρχαίων ελλήνων. Κάνει μόνο κρύα αστεία ενώ την πέφτει ελεεινά στη σερβιτόρα με ατάκες Στάθη Ψάλτη την ίδια στιγμή που πιστεύει ότι είναι γκόμενος. Δεν τον συμπαθεί κανείς, αλλά έχει φράγκα από τη μούφα σύνταξη που του έβγαλε το ΠΑΣΟΚ και τους κερνάει όλους, οπότε απλά τον ανέχονται. 

Πρώην δημόσιος υπάλληλος, πρώην συνδικαλιστής, πρώην μέλος κλαδικής, νυν νοσταλγός του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Πασόκος όπως κατάλαβες από το όνομά του, είναι ένας κλασικός πρασινοφρουρός που έχει αφιερώσει τη ζωή του στα σοσιαλιστικά ιδεώδη. Πίνει μπύρα ΜΟΝΟ σε χαμηλό ποτήρι "ινοποιήματα", γκρινιάζει γιατί ο μεζές είναι λίγος και έχει ψωμοτύρι τη φράση "με τον Αντρέα δε θα γινόντουσαν αυτά". Ο Πασόκος θα τσακωθεί με τους "αλλόθρησκους" του καφενείου όταν θίξουν την πασοκάρα ΚΑΙ ΘΑ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΔΙΚΙΟ. ΝΤΑΞΕΙ; 

Αυτός είναι ο κλασικός παππούλης που δεν έχει μαντήλι να κλάψει, αλλά δεν του πάει η καρδιά να κάτσει σπίτι με τη γυναίκα του. Έτσι θα πάρει το πανάρχαιο αυτοκίνητό του και θα κατηφορίσει προς το καφενείο ελπίζοντας πως κάποιος θα τον κεράσει ή τουλάχιστον οι διπλανοί του θα πάρουν πολλούς μεζέδες. Παίζει δηλωτή με τον μεγαλύτερο μπεκρή του καφενείου και όταν εκείνος μετράει τα φύλλα, ο Τσάμπας βουτάει σαρδελίτσα, την οποία και καταπίνει αμάσητη για να μην καρφωθεί ότι την τσίμπησε. Όταν τον ρωτήσουν αν θέλει κάτι, απαντάει: "για λίγο ήρθα, περιμένει η κυρά σπίτι".
Ο Παππούλης είναι εκείνος ο κύριος που σκάει στο καφενείο πάντα με τον 4χρονο εγγονό του, οποίος φυσικά έχει και το δικό του όνομα. Παραγγέλνει ελληνικό με ολίγη "και μια πορτοκαλάδα για τον μικρό, ζεστή ε" ενώ δεν παραλείπει να ζητάει τακτικά από τον εγγονό να... "πες στον κύριο τι ομάδα είμαστε". Όταν από κάποιο άλλο τραπέζι ακουστεί μπινελίκι, ο Παππούλης θα το παίξει νευριασμένος και θα τους ζητήσει να μη βρίζουν γιατί παίζουν και παιδιά μέσα στο καφενείο. Όταν ο Παππούλης παίζει χαρτιά, έχει τον μπόμπιρα στα πόδια του και συζητάνε τα φύλλα του (ο μικρός δείχνει και ο παππούς κάνει "σσσσουουουτ"), την ίδια ώρα που συμπαίκτες και αντίπαλοι τον γαμωσταυρίζουν από μέσα τους.
Ο Νταής είναι εκείνος ο κύριος που τρώει ξύλο μέσα στο σπιτάκι του από την ίδια του τη γυναικούλα και πηγαίνει στο καφενείο για να ξεσπάσει τα νεύρα του και να δείξει το νταηλίκι του. Πίνει πολύ, λέει μόνο σεξιστικά αστεία και βάζει στοίχημα με τους γύρω του για το αν μπορεί να πηδήξει την κοπέλα που περνάει απ'έξω, στα επόμενα 4 δευτερόλεπτα. Διαλαλεί στο καφενείο ότι τη γυναίκα του την έχει σούζα ενώ μόλις εκείνη τον καλέσει, ο Νταής κάνει την πάπια στην αρχή και μόλις εκείνη κλείσει το τηλέφωνο, αυτός το κρατάει στο αυτί και αρχίζει να τη μπινελικώνει για να γίνει πιο πιστευτός στους γύρω. Φυσικά δεν γίνεται.
Η πιο συνηθισμένη φιγούρα έλληνα ψηφοφόρου και φανατικού τηλεθεατή. Μπορεί να μην πιστέψει ότι η γη γυρίζει απλά και μόνο επειδή έτσι άφησε να εννοηθεί ο Λιακόπουλος στην τελευταία του εκπομπή, αλλά πιστεύει κάλλιστα ότι η Ελλάδα μπήκε στα μνημόνια επειδή ήθελαν να μας τιμωρήσουν τα γιγάντια ρακούν που κυβερνούν τον κόσμο και δε γουστάρουν τους έλληνες. Στο καφενείο, ο Ψεκασμένος το παίζει προφέσορας και παραδίδει μαθήατα ιστορίας, πολιτικής, αθλητικών, οικονομίας και αστρονομίας, γιατί δε θέλει να βλέπει τους συμπολίτες του πρόβατα. Ο Ψεκασμένος είναι φανατικός χριστιανός ορθόδοξος.
Ο Λαίμαργος είναι ο πιτσιρίκος της παρέας, θεωρητικά. Γιατί στην πράξη, ο Λαίμαργος είναι ένας 80χρονος φυλακισμένος στο σώμα ενός 25χρονου. Συχνάζει στο καφενείο γιατί ξέρει πως εκεί παίζουν γαμάτοι μεζέδες και μάλιστα σε καλή τιμή. Αφού ρίξει το απογευματινό του ΚΙΝΟ, και παρκαρεί το ταξί στο οποίο μόλις έπιασε δουλειά (με στόχο να γίνει Ψεκασμένος όταν μεγαλώσει), θα μπει στο καφενείο με την παρέα του και θα παραγγείλει 620 μεζέδες για τον εαυτό του και 3 μπύρες για τους υπόλοιπους. Θα τα καταβροχθίσει γρήγορα και έτσι οι άλλοι θα μείνουν να πίνουν σκέτη μπύρα και να μπινελικώνουν τον λαίμαργο. ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΔΙΚΙΟ.aristofanis.blogspot.g
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες