Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Η επανάσταση του 1821 και οι μύθοι του νεοελληνικού εθνικισμού


rhgas.jpg“Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμιοί,
Νησιώτες και Ηπειρώτες, με μια κοινή ορμή,
για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί,
ν’ ανάψουμε μια φλόγα εις όλην την Τουρκιά,
να τρέξει απ’ την Μπόννα έως την Αραπιά
να σφάξουμε τους λύκους που τον ζυγόν βαστούν
και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν”.
Ρήγας Φεραίος





Με α­φορ­μή το βι­βλί­ο της ι­στο­ρί­ας της ΣΤ Δη­μο­τι­κού έ­χει ξε­κι­νή­σει μια α­ντι­πα­ρά­θε­ση που α­φο­ρά τον μύ­θο που η α­στι­κή τά­ξη ε­δώ και χρό­νια χτί­ζει γύ­ρω α­πό την α­στι­κή ε­πα­νά­στα­ση του 1821 και τη γέν­νη­ση του ελ­λη­νι­κού κρά­τους.

Η λυσσασμένη συ­στρά­τευ­ση της α­ντί­δρα­σης για να υ­πε­ρα­σπι­στεί τους μύ­θους που η ί­δια δη­μιούρ­γη­σε και καλ­λιερ­γεί τό­σα χρό­νια, μας δεί­χνει πό­σο ση­μα­ντι­κό ρό­λο έ­χει α­κό­μη και στις μέ­ρες μας η πα­ρα­ποί­η­ση της ε­πα­νά­στα­σης του 21 για την καλ­λιέρ­γεια του ελ­λη­νι­κού ε­θνι­κι­σμού. Α­κό­μη και μια αμ­φι­σβή­τη­ση των πιο κραυγαλέων ψε­μά­των ό­πως του κρυ­φού σχο­λειού και της Α­γί­ας Λαύ­ρας, α­πό την πλευ­ρά του α­στι­κού κο­σμο­πο­λι­τι­σμού, εί­ναι αρ­κε­τή για να βγαί­νουν α­φροί λύσ­σας α­πό τους στυλοβάτες του ε­θνι­κού φρο­νή­μα­τος. Α­πό την άλ­λη, η τά­ση για μια α­νά­γνω­ση της ι­στο­ρί­ας στο ύ­φος ε­νός πο­λί­τι­καλ κο­ρέ­κτ α­στι­κού κο­σμο­πο­λι­τι­σμού, δεν μπο­ρεί πα­ρά να βα­σί­ζε­ται ε­πί­σης στο ψέ­μα. Ό­χι στους ε­θνι­κι­στι­κούς μύ­θους του Ελ­λάς Ελ­λή­νων Χρι­στια­νών, αλ­λά α­πο­σιω­πώ­ντας κά­θε τι που θυ­μί­ζει βί­α και σύ­γκρου­ση (και ει­δι­κά τα­ξι­κή σύ­γκρου­ση).
Α­πό την πλευ­ρά της η α­ρι­στε­ρά στην πλειοψηφία της δεν κα­τα­φέρ­νει να α­πε­γκλω­βι­στεί α­πό αυ­τό το δί­πο­λο. Ό­χι μό­νο για λό­γους πο­λι­τι­κούς, αλ­λά με­ρι­κές φο­ρές α­πό μό­νη την έλ­λει­ψη ερ­μη­νευ­τι­κών ερ­γα­λεί­ων. Η λαν­θα­σμέ­νη τα­ξι­κή α­νά­λυ­ση της ε­πα­νά­στα­σης του 1821 α­πό με­γά­λη με­ρί­δα της α­ρι­στε­ράς, την κα­θι­στά α­δύ­να­μη να δει τη δυ­να­μι­κή της, τις ε­σω­τε­ρι­κές τις α­ντι­φά­σεις, το με­γα­λεί­ο της και την τρα­γι­κό­τη­τά της. Μια α­δυ­να­μί­α ό­χι πά­ντα α­θώ­α, αλ­λά συ­χνά υ­στε­ρό­βου­λη, κα­θώς φτιά­χνει άλ­λους μύ­θους στην προ­σπά­θειά της να α­να­κα­λύ­ψει “φε­ου­δαρ­χι­κά υπολείμματα” για να δι­καιο­λο­γή­σει κα­τά και­ρούς τη συμ­μα­χί­α της με τμή­μα­τα της α­στι­κής τά­ξης, ή τον ί­διο της τον ε­θνι­κι­σμό.
Σε αυ­τό το άρ­θρο δεν εί­ναι δυ­να­τόν να πε­ρι­γρα­φεί η πο­ρεί­α της ελ­λη­νι­κής ε­πα­νά­στα­σης. Πολ­λές και ση­μα­ντι­κές πτυ­χές της θα μεί­νουν απ’ έ­ξω. Στό­χος μας εί­ναι να πα­ρου­σιά­σου­με έ­να ι­στο­ρι­κό πλαί­σιο των κοι­νω­νι­κών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών της ε­πα­νά­στα­σης και των κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ών της πέ­ρα α­πό κά­θε λο­γής μύ­θους.

Η Ο­θω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρί­α ως κοι­νω­νι­κός σχη­μα­τι­σμός έ­χει ε­ντε­λώς ι­διαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, που δια­φέ­ρουν κα­τά πο­λύ α­πό τους α­ντί­στοι­χους φε­ου­δαρ­χι­κούς στην υ­πό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη. Το ο­θω­μα­νι­κό κρά­τος ή­ταν μια αυ­στη­ρά συ­γκε­ντρω­τι­κή γρα­φειο­κρα­τι­κή μη­χα­νή γύ­ρω α­πό μια οι­κο­γέ­νεια – γέ­νος τους ο­σμαν­λή­δες τούρ­κους. Με κέ­ντρο το σουλ­τά­νο έ­χει δο­μη­θεί μια πο­λυά­ριθ­μη κά­στα γρα­φειο­κρα­τών που ω­στό­σο α­ντλούν τα προ­νό­μιά τους ό­χι α­πό τη γη που κα­τέ­χουν, αλ­λά α­πό την εύ­νοια του σουλ­τά­νου. Αυ­τοί βρί­σκο­νταν ε­ντε­λώς α­πρό­σι­τοι α­πό τους υ­πη­κό­ους τους (χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά η ε­πί­ση­μη κρα­τι­κή γλώσ­σα ή­ταν ακατάληπτη α­κό­μη και για τους πε­ρισ­σό­τε­ρους τούρ­κους). Α­πό το πα­λά­τι ξε­κι­νά­ει έ­να αυ­στη­ρό διοι­κη­τι­κό πλέγ­μα κά­θε­το και ο­ρι­ζό­ντιο. Κά­θε­τα, ξε­κι­νά α­πό το πα­λά­τι και φτά­νει μέ­χρι το τε­λευ­ταί­ο χω­ριό σε μια πυ­ρα­μί­δα υ­ψη­λών με­σαί­ων και χα­μη­λών α­ξιω­μα­τού­χων. Το ο­ρι­ζό­ντιο α­φο­ρά την διευ­θέ­τη­ση των υ­πη­κό­ων σε μι­λέ­τια (ορ­θό­δο­ξο, αρ­μέ­νι­κο, ε­βρα­ϊ­κό) ό­που το κα­θέ­να συ­γκρο­τεί μια δι­κή του διοι­κη­τι­κή πυ­ρα­μί­δα. Η πο­λύ­πλο­κη αυ­τή διοί­κη­ση ε­ξα­σφα­λί­ζει στον ε­κά­στο­τε σουλ­τά­νο την εί­σπρα­ξη των φό­ρων, τη στρα­το­λό­γη­ση για τους διαρ­κείς πο­λέ­μους της αυ­το­κρα­το­ρί­ας και τη δια­τή­ρη­ση της ε­σω­τε­ρι­κής ει­ρή­νης. Για τους κα­τοί­κους σή­μαι­νε έ­να κα­θε­στώς δια­βί­ω­σης σα­φώς α­νε­κτι­κό­τε­ρο και α­πό τα πα­λαιό­τε­ρα, αλ­λά και α­πό τα σύγ­χρο­να της υ­πό­λοι­πης Ευ­ρώ­πης. Στην ο­θω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρί­α η δου­λο­πα­ροι­κί­α ή­ταν ε­ξαί­ρε­ση. Οι φό­ροι για τους α­γρό­τες και τους ε­παγ­γελ­μα­τί­ες ή­ταν σκλη­ροί, αλ­λά ό­χι σκλη­ρό­τε­ροι α­πό αλ­λού.
Μια τέ­τοια κοι­νω­νί­α ε­πέ­τρε­ψε το ξε­δί­πλω­μα και την α­νά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων στο ε­σω­τε­ρι­κό του, αλ­λά η ί­δια η κρα­τι­κή δο­μή (α­πο­λι­θω­μέ­νη και στά­σι­μη) α­πο­τε­λού­σε διαρ­κώς α­νυ­πέρ­βλη­το ε­μπό­διο για την πα­ρα­πέ­ρα ε­πέ­κτα­σή τους. Στα τέ­λη του 18ου αιώ­να αυ­τή η δο­μή στέ­κε­ται α­νυ­πέρ­βλη­το ε­μπό­διο που η ι­στο­ρι­κή ε­ξέ­λι­ξη ε­πι­τάσ­σει να σαρ­ω­θεί.

Η ελ­λη­νι­κή α­στι­κή τά­ξη
Στους κόλ­πους της ο­θω­μα­νι­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας έ­χουν αρ­χί­σει να μορφοποιούνται τα τμή­μα­τα του πλη­θυ­σμού που θα α­πο­τε­λέ­σουν τις διά­δο­χες α­στι­κές τά­ξεις. Α­κρι­βώς ε­ξαι­τί­ας της δο­μής της αυ­το­κρα­το­ρί­ας δεν εί­ναι τούρ­κι­κη αυ­τή η α­στι­κή τά­ξη, αλ­λά ελ­λη­νι­κή, ε­βρα­ϊ­κή, αρ­μέ­νι­κη, κλπ. Α­πό αυ­τές πιο οι­κο­νο­μι­κά εύ­ρω­στη, πιο συ­γκρο­τη­μέ­νη και πιο συ­νει­δη­το­ποι­η­μέ­νη εί­ναι η ελ­λη­νι­κή α­στι­κή τά­ξη.
Ο τρό­πος γέν­νη­σής της, της προσ­δί­δει ι­διαί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Κα­ταρ­χήν το κε­φά­λαιό της προ­έρ­χε­ται κυ­ρί­ως α­πό το ε­μπό­ριο και τις τρα­πε­ζι­κές συ­ναλ­λα­γές. Στο τέ­λος του 17ου αιώ­να κα­τορ­θώ­νει να γί­νει η κυ­ρί­αρ­χη ναυ­τι­κή δύ­να­μη στην Α­να­το­λι­κή Με­σό­γειο. Αυ­τό που την δια­φο­ρο­ποιεί α­πό τις υ­πό­λοι­πες α­στι­κές τά­ξεις εί­ναι πως σε α­ντί­θε­ση με το τε­ρά­στιο γε­ω­γρα­φι­κό εύ­ρος των κε­φα­λαί­ων της στε­ρεί­ται μια στα­θε­ρή έ­δρα. Πράγ­μα­τι, τα ελ­λη­νι­κά κε­φά­λαια εί­ναι σκορ­πι­σμέ­να σε ο­λό­κλη­ρη την αυ­το­κρα­το­ρί­α, αλ­λά και στη Νό­τια Ρω­σί­α, στις Πα­ρα­δου­νά­βιες Χώ­ρες, στην Ι­τα­λί­α, στην Αυστροουγγαρία, στη Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη. Η α­στι­κή τά­ξη, ορ­μη­τι­κή και τυ­χο­διω­κτι­κή, δε­μέ­νη α­πό την αρ­χή με τα δυ­τι­κά κε­φά­λαια, θέ­λει να δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται τα κέρ­δη της α­πευ­θεί­ας με τη δύ­ση, χω­ρίς τη με­σο­λά­βη­ση μιας διεφθαρμένης και αρ­γο­κί­νη­της ο­θω­μα­νι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας. Το αί­τη­μα για έ­να α­νε­ξάρ­τη­το ε­θνι­κό κρά­τος (έ­δρα των κε­φα­λαί­ων της και συλ­λο­γι­κό μη­χα­νι­σμό στον α­ντα­γω­νι­σμό της με τις υ­πό­λοι­πες α­στι­κές τά­ξεις) προ­βά­λει πλέ­ον σαν ώ­ρι­μο και ε­πι­τα­κτι­κό αί­τη­μα.
Το κλί­μα που σαρώνει την Ευ­ρώ­πη α­πό τη γαλ­λι­κή ε­πα­νά­στα­ση και τους ναπολεόντειους πο­λέ­μους βρί­σκει α­πή­χη­ση στην ο­θω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρί­α. Ο γαλ­λι­κός Δια­φω­τι­σμός δί­νει το ι­δε­ο­λο­γι­κό πλαί­σιο για το ε­πα­να­στα­τι­κό ξε­ση­κω­μό. Η δια­μόρ­φω­ση της ελ­λη­νι­κής ε­θνι­κής συνείδησης μέ­σα α­πό τις εξαγγελίες των δια­φω­τι­στών εκ­φεύ­γει α­πό τα ό­ρια του άρ­θρου. Ε­δώ να πού­με μό­νο ό­τι ο ελ­λη­νι­κός δια­φω­τι­σμός, έ­χει έ­να βα­θύ ε­πα­να­στα­τι­κό κοι­νω­νι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Η ε­θνι­κή ο­λο­κλή­ρω­ση συμ­βα­δί­ζει με την ε­ξά­λει­ψη των κοι­νω­νι­κών α­νι­σο­τή­των. Ο Ρή­γας ο­ρα­μα­τί­ζε­ται μια βαλ­κα­νι­κή ο­μο­σπον­δί­α του δι­καί­ου, ό­που θα ευ­η­με­ρούν ό­λοι, α­νε­ξαρ­τή­τως έ­θνους και θρη­σκεί­ας, α­φού α­πο­τι­νά­ξουν τους τυράννους του σουλ­τά­νου. Ο Α­νώ­νυ­μος της Ελ­λη­νι­κής Νο­μαρ­χί­ας στο­χο­θε­τεί ευ­θέ­ως τους πρό­κρι­τους που δυ­να­στεύ­ουν το λα­ό το ί­διο με τους τούρ­κους και το μη­χα­νι­σμό της εκ­κλη­σί­ας που τον κρα­τά­ει στην α­μά­θεια. Αυ­τός εί­ναι και ο λό­γος που η εκ­κλη­σί­α πο­λέ­μη­σε τό­σο σφό­δρα τους έλ­λη­νες δια­φω­τι­στές. Πραγ­μα­τι­κά, οι μά­χες που έ­δι­νε η εκ­κλη­σί­α δεν ή­ταν να χτί­ζει “κρυ­φά σχο­λειά” αλ­λά να κρα­τά­ει τον α­πό­λυ­το έ­λεγ­χο σε ό­σα ε­ντε­λώς φα­νε­ρά και ε­λεύ­θε­ρα λει­τουρ­γού­σαν. Ε­λεύ­θε­ρα α­πό τις τούρ­κι­κες αρ­χές, αλ­λά ό­χι α­πό την εκ­κλη­σί­α που ξε­κί­νη­σε πραγ­μα­τι­κή εκ­στρα­τεί­α να εκ­διώ­ξει α­πό αυ­τά τους φο­ρείς των “νεωτεριστικών ι­δε­ών”.
Α­ντί­στοι­χη με τις διακηρύξεις του Δια­φω­τι­σμού ή­ταν και η ορ­γα­νω­τι­κή μορ­φή που ε­πι­λέ­χτη­κε για να φέ­ρει σε πέ­ρας το έρ­γο της ε­πα­νά­στα­σης, η Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α. Ι­δρύ­ε­ται στην Οδησσό το 1814 α­πό έλ­λη­νες α­στούς που κι­νού­νταν στις δια­κη­ρύ­ξεις του ελ­λη­νι­κού δια­φω­τι­σμού. Η Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α ή­ταν μια ορ­γά­νω­ση κα­τά τα πρό­τυ­πα των ε­πα­να­στα­τι­κών α­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων της υ­πό­λοι­πης Ευ­ρώ­πης. Αν και επρόκειτο για μια αυ­στη­ρά μυ­στι­κή και συνωμοτική ορ­γά­νω­ση, σε α­ντί­θε­ση με αυ­τές α­πλώ­θη­κε και ορ­γά­νω­σε πλα­τιά λα­ϊ­κά στρώ­μα­τα, α­ντι­γρά­φο­ντας το πα­ρά­δειγ­μα της ι­τα­λι­κής Καρ­μπο­νε­ρί­ας την ο­ποί­α χρη­σι­μο­ποί­η­σε ως πρό­τυ­πο. Στο σύ­ντο­μο διά­στη­μα λί­γων μό­λις χρό­νων έ­χει να πα­ρου­σιά­σει έ­να τε­ρά­στιο έρ­γο. Έ­χει εξασφαλίσει την χρη­μα­το­δό­τη­ση πολ­λών ελ­λή­νων α­στών. Έ­χει έ­να δί­κτυο “α­ντι­προ­σώ­πων” α­πο­σταλ­μέ­νους σε πολ­λά ση­μεί­α τις αυ­το­κρα­το­ρί­ας, που προ­σπα­θούν να ε­μπνεύ­σουν, να ξε­ση­κώ­σουν, να ε­ξα­σφα­λί­σουν συμ­μα­χί­ες ό­ταν έρ­θει η ώ­ρα της ε­ξέ­γερ­σης. Έ­χει α­πο­κτή­σει πα­ρό­μοιες βά­σεις στην υ­πό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη, που συ­γκρο­τεί έ­να ι­σχυ­ρό ρεύ­μα βο­ή­θειας στην ε­περ­χό­με­νη ε­πα­νά­στα­ση μέ­σα στους κύ­κλους των α­στών ε­πα­να­στα­τών. Το σχέ­διο της Ε­ται­ρεί­ας εί­ναι έ­νας γε­νι­κός ξε­ση­κω­μός στη Βαλ­κα­νι­κή και για αυ­τό το σκο­πό αλληλογραφεί με πολ­λούς η­γέ­τες των Βαλ­κα­νί­ων. Το 1820 και με­τά α­πό τις αρ­νή­σεις του Κα­πο­δί­στρια να α­να­λά­βει την η­γε­σί­α, δέ­χε­ται ο Αλ. Υ­ψη­λά­ντης. Μα­ζί με τους υ­πό­λοι­πους η­γέ­τες της Φι­λι­κής ε­πε­ξερ­γά­ζο­νται το “Σχέ­διο” δη­λα­δή την ε­ξέ­γερ­ση στις λε­πτο­μέ­ρειές της.  Αλ­λά τα γε­γο­νό­τα δεν υ­πα­κού­ουν πά­ντα στα σχέ­δια.

Ο λα­ός
Ο ό­ρος “ελ­λη­νι­κός λα­ός” ως κοι­νω­νι­κή έν­νοια α­παι­τεί ο­πωσ­δή­πο­τε διευ­κρι­νί­σεις. Γε­νι­κά μι­λά­με για τον κό­σμο που δου­λεύ­ει στις πό­λεις και στην ε­παρ­χί­α, αλ­λά ως σύ­νο­λο δεν έ­χει ενιαία χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Οι α­γρό­τες που α­πο­τε­λούν τη με­γά­λη πλειο­ψη­φί­α δου­λεύ­ουν με σχέ­σεις πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κές με­τα­ξύ τους. Στην τε­ρά­στια ο­θω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρί­α για την πε­ρί­ο­δο που α­να­φε­ρό­μα­στε υ­πάρ­χει μια τε­ρά­στια ποι­κι­λί­α στην ι­διο­κτη­σί­α και την ερ­γα­σί­α στη γη. Στο Μοριά και τη Ρού­με­λη, στα μι­κρά νη­σιά, γε­νι­κά στα ο­ρει­νά, ε­πι­κρα­τεί ο μι­κρός κλή­ρος στα πε­δι­νά η με­γά­λη γαιοκτησία και οι α­κτή­μο­νες ερ­γά­τες γης. Στα Επτάνησα και σε κά­ποια νη­σιά του Αι­γαί­ου ε­πι­βιώ­νουν φε­ου­δαρ­χι­κές σχέ­σεις α­πό την ε­πο­χή της φρα­γκο­κρα­τί­ας. Ό­ταν μι­λά­με για α­γρο­τι­κές μά­ζες να έ­χου­με στο μυαλό μας ό­τι πρό­κει­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο για α­φαί­ρε­ση πα­ρά για τά­ξη με κοι­νό τρό­πο ζω­ής και κοι­νή συ­μπε­ρι­φο­ρά. Στις πό­λεις πά­λι στο προ­βιο­μη­χα­νι­κό στά­διο πα­ρα­γω­γής α­πα­σχο­λού­νται άν­θρω­ποι που αρ­γό­τε­ρα θα α­πο­τε­λέ­σουν το προ­λε­τα­ριά­το, αλ­λά τη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­ο­δο κυ­ριαρ­χούν οι συ­ντε­χνί­ες. Έ­να ση­μα­ντι­κό στοι­χεί­ο εί­ναι πως με ε­ξαί­ρε­ση κά­ποια νη­σιά στο Αι­γαί­ο, η ε­πα­νά­στα­ση θα ε­πι­κρα­τή­σει μα­κριά α­πό τις με­γά­λες και α­νε­πτυγ­μέ­νες πό­λεις της αυ­το­κρα­το­ρί­ας.
Διευ­κρί­νι­ση α­παι­τεί και ο ό­ρος “ελ­λη­νι­κός”. Στις πε­ριο­χές που ε­πι­κρά­τη­σε οι ε­πα­νά­στα­ση (για να μην α­να­φερ­θού­με καν ε­κεί που δεν ε­πι­κρά­τη­σε), με ε­ξαί­ρε­ση τα νη­σιά, οι έλ­λη­νες ή­ταν μειο­ψη­φί­α. Ο Μοριάς και η Ρού­με­λη κα­τοι­κού­νταν α­πό πλη­θυ­σμούς με ρευ­στή και δια­μορ­φού­με­νη ε­θνι­κή συ­νεί­δη­ση (κυ­ρί­ως αρ­βα­νί­τες, αλ­λά και βλά­χους, σλά­βους, κλπ.) κα­θώς και α­πό λα­ούς με δια­φο­ρε­τι­κή ε­θνι­κή συ­νεί­δη­ση (τούρ­κους, ε­βραί­ους, αρ­μέ­νιους, κλπ). Ό­σον α­φο­ρά μά­λι­στα τη γλώσ­σα, ή τις διά­φο­ρες διαλέκτους κα­λύ­τε­ρα, τα πράγ­μα­τα εί­ναι α­πό­λυ­τα συ­γκε­χυμέ­να. Οι πλη­θυ­σμοί αυ­τοί “ελ­λη­νο­ποι­ή­θη­καν” μέ­σα α­πό δυο δια­φο­ρε­τι­κούς δρό­μους: την ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σί­α και τον ελ­λη­νι­κό δια­φω­τι­σμό. Η διαί­ρε­ση σύμ­φω­να με το θρή­σκευ­μα (που άλ­λω­στε ή­ταν θε­σμο­ποι­η­μέ­νη στην αυ­το­κρα­το­ρί­α) έ­παι­ξε τε­ρά­στιο ρό­λο α­πό την ε­πα­νά­στα­ση και αρ­γό­τε­ρα α­φού ο “έλ­λη­νας” ταυ­τι­ζό­ταν με τον “ορ­θό­δο­ξο χρι­στια­νό”. Ο α­στι­κός δια­φω­τι­σμός με τα ορ­μη­τι­κά του κηρύγματα, ταύ­τι­σε την ελ­λη­νο­ποί­η­ση με πνευ­μα­τι­κή ά­νο­δο ό­σο και με κοι­νω­νι­κή α­νέ­λι­ξη.
Ό­πως και να έ­χει, αυ­τοί οι ε­τε­ρο­γε­νείς πλη­θυ­σμοί σή­κω­σαν ό­λο το βά­ρος της ε­πα­νά­στα­σης και του πο­λέ­μου, κά­τω α­πό τα φλο­γε­ρά κη­ρύγ­μα­τα των α­στών δια­νο­ου­μέ­νων, προσδοκώντας ό­χι μό­νο μια α­νε­ξαρ­τη­σί­α α­πό τον σουλ­τά­νο, αλ­λά προσ­δο­κώ­ντας κοινωνικούς στό­χους μέ­σα α­πό αυ­τή τους τη συμ­με­το­χή.

Οι κλέ­φτες

Οι κλε­φταρ­μα­τω­λοί α­πο­τε­λούν μια ι­διαί­τε­ρη εν­σάρ­κω­ση των κοι­νω­νι­κών αι­τη­μά­των της ε­πα­νά­στα­σης. Το φαι­νό­με­νο που ο­νο­μά­στη­κε “κοι­νω­νι­κή λη­στεί­α” (σε α­ντι­δια­στο­λή με την κοι­νή λη­στεί­α, την “α­το­μι­κή”) ο­λό­κλη­ρο τον 19ο αι. ή­ταν τό­σο πλα­τιά δια­δε­δο­μέ­νο σε διά­φο­ρα μέ­ρη του κό­σμου, ώ­στε διά­φο­ροι σύγ­χρο­νοι ι­στο­ρι­κοί να ο­νο­μά­σουν την ε­πο­χή “αιώ­να της κοι­νω­νι­κής λη­στεί­ας”. Ει­δι­κά σε κά­ποια ση­μεί­α της Με­σο­γεια­κής Λε­κά­νης πή­ρε τέ­τοια έ­κτα­ση ώ­στε κα­θό­ρι­ζε α­πό­λυ­τα την πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή ζω­ή του τό­που. (Κορ­σι­κή, Σι­κε­λί­α, Κρή­τη, Αλ­βα­νί­α-Ή­πει­ρος, Μοριάς, Ιω­νι­κά Πα­ρά­λια).
Ό­σοι δεν δέ­χο­νταν την κα­τα­πί­ε­ση και την αυ­ταρ­χι­κό­τη­τα της κε­ντρι­κής ή της το­πι­κής ε­ξου­σί­ας κα­τα­φεύ­γουν στα βου­νά συ­γκρο­τώ­ντας έ­νο­πλα σώ­μα­τα. Ο­ρί­ζουν τα βου­νά και α­πό ε­κεί αναλαμβάνουν έ­νο­πλο α­γώ­να ε­νά­ντια της ε­ξου­σί­ας. Συ­χνά πρό­κει­ται για ε­μπει­ρο­πό­λε­μους ά­ντρες ή και ε­παγ­γελ­μα­τί­ες στρα­τιώ­τες, που α­το­μι­κά ή ο­μα­δι­κά λι­πο­τα­χτούν και ο­ρί­ζουν τα βου­νά για λη­μέ­ρι τους.Οι
κοι­νω­νι­κοί λη­στές” Τον ο­ρει­νό ό­γκο τον ε­λέγ­χουν πλή­ρως και ζουν α­κρι­βώς α­πό τον έ­λεγ­χό του, φορολογώντας τις ο­δούς και τα ο­ρει­νά πε­ρά­σμα­τα, ή πλιατσικολογώντας τα κα­ρα­βά­νια ή τις πε­δι­νές πε­ριο­χές . δια­τη­ρού­σαν άρ­ρη­κτες σχέ­σεις με τον α­γρο­τι­κό πλη­θυ­σμό της πε­ριο­χής α­πό τον ο­ποί­ον άλ­λω­στε προ­έρ­χο­νταν. Συ­χνά α­πο­τε­λού­σαν το έ­νο­πλο σώ­μα του α­γρο­τι­κού πλη­θυ­σμού που τον προ­στά­τευαν α­πό τις αυ­θαι­ρε­σί­ες της ε­ξου­σί­ας και πολ­λές φο­ρές βρέ­θη­καν να υ­πο­κι­νούν το­πι­κές α­γρο­τι­κές ε­ξε­γέρ­σεις. Στα μά­τια των α­γρο­τών πε­ρι­βάλ­λο­νταν με το θρύ­λο του ή­ρω­α.Μια δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση ή­ταν οι αρματολοί, άν­θρω­ποι που η ί­δια η ο­θω­μα­νι­κή ε­ξου­σί­α ε­ξό­πλι­ζε για να ε­πι­βά­λουν την τά­ξη στις δυ­σπρό­σι­τες ο­ρει­νές ε­πι­κρά­τειες (κυ­ρί­ως ε­νά­ντια των κλε­φτών) και που στο πέ­ρα­σμα του χρόνου αυ­το­νο­μού­νταν. Συ­χνά μά­λι­στα οι δυο ο­μά­δες άλλαζαν ρό­λους ή και συγ­χω­νεύ­ο­νταν.
Φυ­σι­κά, δεν ή­ταν ό­λοι έλ­λη­νες ή χρι­στια­νοί ορ­θό­δο­ξοι.
Α­ντί­θε­τα πολ­λές ή­ταν οι τουρ­κο­αλ­βα­νι­κές κλε­φτο­συμ­μο­ρί­ες, και ο κα­νό­νας ή­ταν οι μει­κτές. Η θέ­ση τους σαν “έ­νο­πλο τμή­μα” του α­γρο­τι­κού πλη­θυ­σμού, τους με­τέ­βα­λε πό­τε σε προ­στά­τες του, πό­τε σε με­σο­λα­βη­τές του με την ε­κά­στο­τε ε­ξου­σί­α, κα­μιά φο­ρά α­κό­μη και σε δυ­νά­στες του. Συ­χνά συμ­μα­χού­σαν στρα­τιω­τι­κά με το στρα­τό της κε­ντρι­κής ε­ξου­σί­ας α­πέ­να­ντι στον το­πι­κό δυ­νά­στη, συ­χνά πά­λι έ­κα­ναν α­κρι­βώς το α­ντί­θε­το. Αν δεν έ­χει κα­νείς αυ­τό κα­τά νου δεν μπο­ρεί να ε­ξη­γή­σει τη συ­μπε­ρι­φο­ρά των κλε­φτών, πριν, κα­τά τη διάρ­κεια και με­τά την ε­πα­νά­στα­ση. Τυ­πι­κό πα­ρά­δειγ­μα οι σου­λιώ­τες. Αρ­βα­νί­τες οι ί­διοι, μά­χο­νταν για χρό­νια ε­νά­ντια στον ε­πί­σης αλ­βα­νό Α­λή Πα­σά των Γιαν­νί­νων, μέ­χρι που ο τε­λευ­ταί­ος κα­τόρ­θω­σε να τους υ­πο­τά­ξει. Κι ό­μως, οι ί­διοι αυ­τοί σου­λιώ­τες εί­ναι που ε­πέ­στρε­ψαν λί­γο αρ­γό­τε­ρα για να πο­λε­μή­σουν υ­πε­ρα­σπί­ζο­ντας τον Α­λή Πα­σά ό­ταν αυ­τός στην προ­σπά­θεια του να α­νε­ξαρ­τη­το­ποι­η­θεί α­πό την Ο­θω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρί­α α­ντι­με­τώ­πι­σε τον τούρ­κι­κο στρα­τό.
Στη διάρ­κεια της ε­πα­νά­στα­σης οι ο­μά­δες των κλε­φτών α­πο­τέ­λε­σαν έ­ναν βα­σι­κό στρα­τιω­τι­κό κορ­μό της. Στη συ­ντρι­πτι­κής τους πλειο­ψη­φί­α πέ­ρα­σαν με το μέ­ρος της Ε­πα­νά­στα­σης, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό τη θρη­σκεί­α τους ή την ε­θνό­τη­τά τους. Οι η­γέ­τες των κλε­φτών έ­γι­ναν λα­ϊ­κοί ή­ρω­ες ει­δι­κά στο Μοριά και τη Ρού­με­λη, που οι α­γρο­τι­κές μά­ζες δεν διέ­θε­ταν λα­ϊ­κούς η­γέ­τες ό­πως στα νη­σιά. Οι ί­διοι, χω­ρίς συ­γκε­κρι­μέ­νη ι­δε­ο­λο­γι­κή κα­τεύ­θυν­ση, σε γε­νι­κές γραμ­μές ε­μπνέ­ο­νταν α­πό συ­γκε­χυ­μέ­να λί­γο ή πο­λύ φι­λε­λεύ­θε­ρα ο­ρά­μα­τα και στη με­γά­λη τους πλειο­ψη­φί­α εί­χαν ε­ντα­χθεί στις γραμ­μές της Φι­λι­κής Ε­ται­ρεί­ας τις πα­ρα­μο­νές της ε­πα­νά­στα­σης. Για αυ­τούς τους λό­γους θα εκ­προ­σω­πή­σουν (με με­γά­λη α­συ­νέ­πεια) τα συμ­φέ­ρο­ντα των φτω­χών μα­ζών στη σύ­γκρου­σή του με τους προ­ε­στούς, ει­δι­κά με­τά τον πα­ρα­γκω­νι­σμό της Φι­λι­κής Ε­ται­ρεί­ας και την ήτ­τα των λα­ϊ­κών η­γε­τών στα νη­σιά. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα και κο­ρυ­φαί­οι η­γέ­τες των κλε­φταρ­μα­το­λών, εί­ναι ο Αν­δρού­τσος, ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης, ο Διά­κος, (ό­λοι τους στρα­τιω­τι­κοί του Α­λή Πα­σά) και φυ­σι­κά ο Κο­λο­κο­τρώ­νης, γό­νος μιας οι­κο­γέ­νειας κλε­φταρ­μα­το­λών, κύ­ρια στρα­τιω­τι­κή μορ­φή της Ε­πα­νά­στα­σης.

Πρό­κρι­τοι και φα­να­ριώ­τες

Α­πό την αρ­χή η ε­πα­νά­στα­ση χτύ­πη­σε στον κυματοθραύστη ε­νός ε­τε­ρο­γε­νούς με­τώ­που, που ό­μως ή­ταν στα­θε­ρό στην κα­τα­στο­λή του κοι­νω­νι­κού χα­ρα­κτή­ρα της, και κατ αρ­χήν ε­πι­φυ­λα­κτι­κό στα ε­θνι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της: οι πρό­κρι­τοι, η ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σί­α και οι φα­να­ριώ­τες άρ­χο­ντες.
Με τον ό­ρο πρό­κρι­τοι εν­νο­ού­νται οι διά­φο­ροι το­πι­κοί άρ­χο­ντες (προ­ε­στοί, δη­μο­γέ­ρο­ντες, κλπ). Πολ­λές φο­ρές γί­νε­ται το λά­θος να ταυ­τί­ζο­νται με κά­ποιου τύ­που φε­ου­δαρ­χι­κά υπολείμματα, το ο­ποί­ο εί­ναι ε­ντε­λώς λά­θος.
Το ο­θω­μα­νι­κό κρά­τος ή­ταν ό­πως εί­δα­με πο­λύ αυ­στη­ρά συ­γκε­ντρω­τι­κό. Στον βαθ­μό που εισέπραττε τους φό­ρους δεν εν­δια­φε­ρό­ταν κα­θό­λου για τους υ­πη­κό­ους του. Για να ε­ξα­σφα­λί­σει μια στοι­χειώ­δη διοί­κη­ση (και την εί­σπρα­ξη των φό­ρων) ε­μπι­στεύ­τη­κε την η­γε­σί­α των διά­φο­ρων κοι­νο­τή­των σε το­πι­κούς πρό­κρι­τους. Ό­πως εύ­στο­χα α­να­λύ­ει διε­ξο­δι­κά αυ­τό το θέ­μα ο P. F. Sugar “Το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν μια πο­λύ αυ­στη­ρή, πα­ρα­πά­νω α­πό ό,τι θα έ­πρε­πε ορ­γα­νω­μέ­νη κοι­νω­νι­κο-οι­κο­νο­μι­κή διάρ­θρω­ση, που πο­λύ γρή­γο­ρα α­πο­λι­θώ­θη­κε, αλ­λά και η ο­ποί­α ή­ταν ταυ­τό­χρο­να ε­ντυ­πω­σια­κά ε­πιει­κής (ή­πια). Η η­πιό­τη­τα αυ­τή ε­μπό­δι­σε τη “δου­λο­πα­ροι­κο­ποί­η­ση” των α­γρο­τών της νο­τιο­α­να­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης και ε­πέ­τρε­ψε στον πλη­θυ­σμό, α­στι­κό και α­γρο­τι­κό μα­ζί, να ορ­γα­νω­θεί πά­λι πά­νω στη βά­ση της κοι­νό­τη­τας και κά­τω α­πό την η­γε­σί­α των δι­κών του ε­κλεγ­μέ­νων α­ντι­προ­σώ­πων”.Έ­χο­ντας εξαλείψει οι ο­θω­μα­νοί ό­λη την πα­λαιά α­ρι­στο­κρα­τί­α, οι πρό­κρι­τοι αυ­τοί δεν εί­χαν κα­μιά σχέ­ση με τις πα­λιές αρ­χο­ντι­κές οι­κο­γέ­νειες του Βυ­ζα­ντί­ου. Στο πέ­ρα­σμα των χρό­νων οι πρό­κρι­τοι α­πέ­κτη­σαν προνόμια και συ­χνά με­τα­βί­βα­ζαν την ε­ξου­σί­α στα παι­διά τους, ώ­στε να μι­λά­με πια για οι­κο­γέ­νειες: Μαυ­ρο­μι­χά­λη­δες στη Μά­νη, Δελ­λη­γιά­νη­δες στη Γορ­τυ­νί­α, Νο­τα­ρά­δες στην Κό­ριν­θο, κ.ά. Κά­ποιοι εί­ναι πο­λύ πλού­σιοι, κά­ποιοι ό­χι. Για να ερ­μη­νεύ­σου­με την συ­μπε­ρι­φο­ρά τους, πρέ­πει να έ­χου­με κα­τά νου ό­τι αυ­τή η κά­στα α­ντλού­σε τα προνόμια της ό­χι α­πό μια ει­δι­κή θέ­ση στις σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής, αλ­λά α­πό την ει­δι­κή θέ­ση του με­σο­λα­βη­τή α­νά­με­σα στην κοι­νό­τη­τα και την κε­ντρι­κή (ο­θω­μα­νι­κή) ε­ξου­σί­α και την υ­πο­τα­γή της σε αυ­τή. Τα πο­λι­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αυ­τής της κά­στας ή­ταν ο συ­ντη­ρη­τι­σμός, η α­πέ­χθεια για τις κοι­νω­νι­κές αλλαγές, ο κοντόθωρος το­πι­κι­στι­κός ο­ρί­ζο­ντας, οι σκευω­ρί­ες και οι ί­ντρι­γκες.
Α­ντι­με­τώ­πι­σαν το κί­νη­μα της Φι­λι­κής Εταιρίας με με­γά­λη κα­χυ­πο­ψί­α. Αρ­χι­κά ή­ταν ε­νά­ντιοι στην ι­δέ­α της ε­πα­νά­στα­σης και προ­σπά­θη­σαν να την ε­μπο­δί­σουν με κά­θε τρό­πο. Αυ­τή η καρ­μπο­νά­ρι­κα ορ­γα­νω­μέ­νη ε­πα­νά­στα­ση τους τρό­μα­ζε. Μπή­καν στη δια­δι­κα­σί­α της ε­πα­νά­στα­σης μό­νο ό­ταν αυ­τή ή­ταν γε­γο­νός τε­τε­λε­σμέ­νο. Ε­πε­δί­ω­ξαν να μην θι­γούν τα προ­νό­μιά τους και έλ­πι­ζαν ό­τι σε έ­να νέ­ο, ελ­λη­νι­κό κρά­τος (μι­κρό για να α­ντι­στοι­χεί στα μέ­τρα τους) έ­χουν πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρες ευ­και­ρί­ες να στα­διο­δρο­μή­σουν πα­ρά σαν το­πο­τη­ρη­τές μιας ξε­χα­σμέ­νης ε­παρ­χί­ας της ο­θω­μα­νι­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Αρ­κεί να κα­τα­φέ­ρουν να την ε­λέγ­ξουν πο­λι­τι­κά. Σε α­ντί­θε­ση με άλ­λες ο­μά­δες ή τά­ξεις που πή­ραν μέ­ρος στην ε­πα­νά­στα­ση, οι πρό­κρι­τοι εί­χαν α­πό την πρώ­τη στιγ­μή και α­πό­λυ­τη συ­νεί­δη­ση των ι­διαί­τε­ρων συμ­φε­ρό­ντων τους (να δια­τη­ρή­σουν με κά­θε κό­στος τα προ­νό­μιά τους) αλ­λά και την πο­λι­τι­κή ε­μπει­ρί­α να τα υ­πε­ρα­σπί­σουν. Αυ­τοί, μα­ζί με τους πλού­σιους α­στούς στα νη­σιά που ε­πί­σης εί­δαν τα προ­νό­μιά τους να κιν­δυ­νεύ­ουν, θα α­να­λά­βουν το ρό­λο του Θερ­μι­δώρ της ελ­λη­νι­κής ε­πα­νά­στα­σης κα­τορ­θώ­νο­ντας να υ­πο­τά­ξουν και να κα­τα­στεί­λουν κά­θε κοι­νω­νι­κό αί­τη­μα.
Οι φα­να­ριώ­τες, κων­στα­ντι­νου­πο­λήτες άρ­χο­ντες, ή­ταν το πο­λι­τι­κό συ­μπλή­ρω­μα των προ­κρί­των. Άν­θρω­ποι με πλα­τιά παι­δεί­α και διε­θνή στα­διο­δρο­μί­α, εί­χαν τον διε­θνή ο­ρί­ζο­ντα που έ­λει­πε α­πό τους πρώ­τους. Μπο­ρού­σαν να στα­θούν στα ευ­ρω­πα­ϊ­κά σα­λό­νια και να σχε­διά­ζουν πο­λι­τι­κή που ξε­περ­νά τα ό­ρια 5 χω­ριών. Και αυ­τοί έ­χουν πα­ρό­μοια σχέ­ση με το μη­χα­νι­σμό του ο­θω­μα­νι­κού κρά­τους και α­ντλούν τα προ­νό­μιά τους α­πό τη θέ­ση τους ως ιδιότυπο δι­πλω­μα­τι­κό σώ­μα της Πύ­λης.
Η δια­φο­ρά τους με τους προ­κρί­τους ή­ταν πως ή­ταν γό­νοι πα­λιών αρ­χο­ντι­κών οι­κο­γε­νειών, χω­ρίς ό­μως αυ­τό να τους ε­ξα­σφα­λί­ζει κά­ποια ι­διαί­τε­ρη θέ­ση στην πα­ρα­γω­γή. Κά­ποιοι α­πό αυ­τούς εί­ναι πλού­σιοι έ­μπο­ροι. Η συ­νει­σφο­ρά τους ό­μως στο μέ­τω­πο ή­ταν η πο­λι­τι­κή τους ε­μπει­ρί­α. Ε­πέν­δυ­σαν και ε­τού­τοι στις πο­λι­τι­κές δυ­να­τό­τη­τες που θα τους πρό­σφε­ρε έ­να νέ­ο ελ­λη­νι­κό κρά­τος. Πα­ρά την α­μοι­βαί­α κα­χυ­πο­ψί­α οι δυο ο­μά­δες συ­μπρά­ξαν α­πό την πρώ­τη στιγ­μή στην κα­τα­στο­λή της κοι­νω­νι­κής διά­στα­σης της ε­πα­νά­στα­σης. Ο πιστότερος (και πο­λυ­τι­μό­τε­ρος) σύμ­μα­χος στο μέ­τω­πο της α­ντί­δρα­σης ή­ταν η εκ­κλη­σί­α.

Εκ­κλη­σί­α

Μι­λώ­ντας για την εκ­κλη­σί­α μι­λά­με κα­ταρ­χήν για έ­ναν τε­ρά­στιο διοι­κη­τι­κό μη­χα­νι­σμό. Σύμ­φω­να με τα ει­δι­κά προνόμια που εί­χαν πα­ρα­χω­ρή­σει οι ο­θω­μα­νοί, η εκ­κλη­σί­α εί­ναι α­πο­κλει­στι­κά υ­πεύ­θυ­νη για τους πι­στούς της, δη­λα­δή για ό­λους τους χρι­στια­νούς. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, στους χρι­στια­νι­κούς πλη­θυ­σμούς εί­χε α­πό­λυ­τες δι­καιο­δο­σί­ες σε συ­νερ­γα­σί­α με τους κα­τά τό­πους άρ­χο­ντες. Δι­κα­στι­κές δια­μά­χες, εκ­παί­δευ­ση, πρό­νοια, περ­νού­σαν ό­λα α­πό αυ­τό το διοι­κη­τι­κό μη­χα­νι­σμό. Μι­λά­με για έ­ναν τε­ρά­στιο οι­κο­νο­μι­κό μη­χα­νι­σμό. Εν­δει­κτι­κά, με­τά το ο­θω­μα­νι­κό κρά­τος που ε­πί­ση­μα του α­νή­καν ό­λα τα ε­δά­φη, εί­ναι ο δεύ­τε­ρος σε μέ­γε­θος ι­διο­κτή­της γης στην αυ­το­κρα­το­ρί­α. Στα ελ­λη­νι­κά ε­δά­φη κα­τέ­χει το 1/3 – 1/4 της γης. Έ­νας μη­χα­νι­σμός που χρη­μα­το­δο­τεί­ται ε­ξο­λο­κλή­ρου α­πό την ερ­γα­σί­α των ρα­γιά­δων. Ό­χι μό­νο με αυ­τή των α­κτη­μό­νων στην τε­ρά­στια εκ­κλη­σια­στι­κή πε­ριου­σί­α, αλ­λά και με βαρύτατους ει­δι­κούς φό­ρους που εί­ναι υ­πο­χρε­ω­μέ­νοι να πλη­ρώ­νουν ό­λοι οι χρι­στια­νοί. Τον τρό­πο που λει­τουρ­γού­σε αυ­τός ο μη­χα­νι­σμός πε­ρι­γρά­φε­ται με τον πιο κρυστάλλινο τρό­πο στην “Ελ­λη­νι­κή Νο­μαρ­χεί­α” τό­σο α­να­λυ­τι­κά, που μό­νο λί­γα α­πο­σπά­σμα­τα μπο­ρού­με να πα­ρα­θέ­σου­με:
“Η Σύνοδος αγοράζει τον πατριαρχικό θρόνο από τον οθωμανικό αντιβασιλέα δια μίαν μεγάλη ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος της δώσει περισσότερο κέρδος, και τον αγοραστή τον ονομάζει πατριάρχη. Αυτός, λοιπόν, δια να ξαναλάβει τα όσα εδανείσθη δια την αγορά του θρόνου, πωλεί τις επαρχίες, στις αρχιεπισκοπές, ούτινος δώσει περισσοτέραν ποσότητα, και ούτως σχηματίζει τους αρχιεπισκόπους, οι οποίοι πωλώσει και αυτοί εις άλλους τας επισκοπάς των. Οι δε επίσκοποι τας πωλώσει των χριστιανών, δηλαδή γυμνώνουσι τον λαό, δια να εβγάλωσι τα όσα εξώδευσαν. Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον εκλέγονται των διαφόρων ταγμάτων τα υποκείμενα, δηλαδή ο χρυσός…
Πώς άραγε ζώσιν αυτοί οι αρχιεπίσκοποι εις τας μητροπόλεις των και ποίαι είσίν αι αρεταί των; Τρώγωσι και πίνωσι ως χοίροι. Κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας τήν νυκτα καί δύο ώρας μετά το μεσημέρι. Λειτουργούσι δύο φοράς τον χρόνο, και όταν δεν τρώγωσι, δεν πίνωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τα πλέον αναίσχυντα έργα, όπου τινάς ημπορεί να στοχασθεί. Και ούτως εις τον βόρβορο της αμαρτίας και εις την ιδίαν ακρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, και οι αναστεναγμοί του λαού είναι προς αυτούς τόσοι ζέφυρες. Ο χορός των επισκόπων εξακολουθεί μετά τους αρχιεπισκόπους. Αυτοί, πάλιν, είναι άλλοι λύκοι, ίσως χειρότεροι από τους πρώτους, επειδή κυριεύουσι τους χωρικούς και ιδιώτες… Μετά των Επισκόπων, λοιπόν, έρχονται εκείνοι οι πρωτοσύγκελλοι, οι αρχιμανδρίτες και οι πνευματικοί, οι οποίοι στέλλονται από τα μοναστήρια με κάποιας πανταχούσας. Αυτοί είναι αναρίθμητοι, επειδή δεν ευρίσκεται πόλις χωρίον, οποίο να μην φυλάττη ένα ή δύο από αυτούς τούς λαοκλέπτας, οι οποίοι παρουσιάζονται εις τον αρχιερέα και αγοράζουν παρ’ αυτού την άδειαν του κλεψίματος, και έπειτα, με άκρα αυθάδεια, αρχινούσιν από σπίτι εις σπίτι, να ζητούσιν ελεημοσύνη, και εκδύουσιν εξόχως τας γυναίκας, όσον ημπορούσι… Εκατό χιλιάδες, και ίσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζώσιν αργοί και τρέφονται από τους ιδρώτας των ταλαιπώρων και πτωχών Ελλήνων. Τόσαι εκατοντάδες μοναστήρια. όπου πανταχοθεν ευρίσκονται, είναι τόσαι πληγαί εις την πατρίδα, επειδή, χωρίς να την ωφελήσουν εις το παραμικρό, τρώγωσι τους καρπούς της και φυλάττουσι τους λύκους, δια να αρπάζουν και ξεσχίζουν τα αθώα και ιλαρά πρόβατα της ποίμνης του Χριστού. Ιδού, ω Έλληνες, αγαπητοί μου αδελφοί, η σημερινή αθλία και φοβερά κατάστασις του ελληνικού ιερατείου, και η πρώτη αιτία όπου αργοπορεί την ελευθέρωσιν της Ελλάδος. Αυτοί οι αμαθέστατοι, αφού ακούσουν ελευθερία, τους φαίνεται μία αθανάσιμος αμαρτία.”

Τις πα­ρα­μο­νές

Α­κρι­βώς ε­κεί­νη τη στιγ­μή στην υ­πό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη καταστέλλονται τα κι­νή­μα­τα στην Ι­σπα­νί­α, στο Πε­δε­μό­ντιο και το κί­νη­μα των καρ­μπο­νά­ρων στη Νό­τια Ι­τα­λί­α. Η Ιε­ρά Συμ­μα­χί­α έ­χει πιο ε­πεί­γο­ντα κα­θή­κο­ντα α­πό μια ε­ξέ­γερ­ση στην Ο­θω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρί­α. Ταυ­τό­χρο­να στο ε­σω­τε­ρι­κό της αυ­το­κρα­το­ρί­ας ο σουλ­τά­νος έ­χει να α­ντι­με­τω­πί­σει έ­να πο­λύ σο­βα­ρό στρα­τιω­τι­κό γε­γο­νός: την α­πό­σχι­ση του Α­λή Πα­σά στη Ή­πει­ρο.
Ο Α­λή Πα­σάς των Ιω­αν­νί­νων που έ­χει ε­πε­κτεί­νει την ε­πι­κρά­τειά του σε ό­λη την Αλ­βα­νί­α την Ή­πει­ρο και τη Θεσ­σα­λί­α, εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά ι­κα­νός και φι­λό­δο­ξος πο­λι­τι­κός. Το ό­ρα­μά του εί­ναι η ε­γκα­θί­δρυ­ση ε­νός “δυ­τι­κού” κρά­τους “πε­φω­τι­σμέ­νης δε­σπο­τεί­ας και για να το πε­τύ­χει κι­νεί­ται δι­πλω­μα­τι­κά και στρα­τιω­τι­κά για χρό­νια. Για το σκο­πό αυ­τό έ­χει συ­γκε­ντρώ­σει γύ­ρω του το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των κλε­φταρ­μα­το­λών της πε­ριο­χής (χρι­στια­νούς και μου­σουλ­μά­νους), αλ­λά και σπου­δαί­ους έλ­λη­νες δια­φω­τι­στές. Τα Γιάν­νε­να εί­ναι πραγ­μα­τι­κή φω­λιά της Φι­λι­κής Ε­ται­ρεί­ας. Την ώ­ρα που οι γέ­τες της Φι­λι­κής εκ­πο­νούν το Σχέ­διο, ο Α­λή Πα­σάς εκ­πο­νεί το δι­κό του και θα συ­μπέ­σουν ταυ­τό­χρο­να. Οι κύ­ριες δυ­νά­μεις του σουλ­τα­νι­κού στρα­τού θα συ­γκε­ντρω­θούν για να α­ντι­με­τω­πί­σουν τον Α­λή Πα­σά, α­φή­νο­ντας με ε­λά­χι­στες φρου­ρές το Μοριά και τη Ρού­με­λη.
Η πρώ­τη α­πό­πει­ρα να α­πο­κτή­σει στα­θε­ρή α­νε­ξάρ­τη­τη ε­θνι­κή βά­ση η ελ­λη­νι­κή α­στι­κή τά­ξη α­κο­λου­θεί βέ­βαια την ι­στο­ρι­κή συ­γκυ­ρί­α, αλ­λά υ­πα­γο­ρεύ­ε­ται και α­πό το ση­μεί­ο που έ­χουν το­πο­θε­τή­σει τα κε­φά­λαιά τους οι πρω­τα­γω­νι­στές αυ­τής της α­πό­πει­ρας. Έ­τσι, ο τό­πος της ε­πα­νά­στα­σης δεν εί­ναι ο ελ­λα­δι­κός χώ­ρος, αλ­λά η μα­κρι­νή Μολ­δο­βλα­χί­α. Ε­κεί, το Φλε­βά­ρη του 1821 ξε­κι­νά η ε­πα­νά­στα­ση. Μπο­ρεί οι έλ­λη­νες σε αυ­τές τις πε­ριο­χές να α­πο­τε­λού­σαν μια πο­λύ μι­κρή μειο­ψη­φί­α, αλ­λά δεν συ­νέ­βαι­νε το ί­διο και με τα ελ­λη­νι­κά κε­φά­λαια. Στο Γα­λά­τσι, το Βουκουρέστι, το Ιά­σιο οι έλ­λη­νες α­στοί εί­χαν πραγ­μα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα. Ο ί­διος ο Α­λέ­ξαν­δρος Υ­ψη­λά­ντης, η­γέ­της της Φι­λι­κής Ε­ται­ρεί­ας εί­χε γε­ρούς δε­σμούς με αυ­τή την πε­ριο­χή α­φού ο πα­τέ­ρας του και ο παπ­πούς του δια­τέ­λε­σαν διοι­κη­τές της πε­ριο­χής για λο­γα­ρια­σμό του σουλ­τά­νου.
Το ξέ­σπα­σμα της ε­πα­νά­στα­σης στη μα­κρι­νή Μολ­δο­βλα­χί­α δεν προ­σφέ­ρε­ται για ε­θνι­κή προ­πα­γάν­δα. Δεν υ­πήρ­χε κα­μιά Α­γί­α Λαύ­ρα για να ση­κώ­σει δή­θεν το λά­βα­ρο κα­νέ­νας Πα­λαιών Πα­τρών Γερ­μα­νός. Άλ­λω­στε, ο Ι­γνά­τιος Μολ­δο­βλα­χί­ας, ό­χι μό­νο το κα­τα­δί­κα­σε α­πό την αρ­χή και το κί­νη­μα και τον Υ­ψη­λά­ντη, αλ­λά και­ρό αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν η ε­πα­νά­στα­ση έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει στην Πε­λο­πόν­νη­σο, στέλ­νει ε­πι­στο­λή στην πρώ­τη ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση που κα­λεί τους αρ­χιε­ρείς και τους προ­κρί­τους να κα­θα­ρί­σουν την ε­πα­νά­στα­ση α­πό ο­τι­δή­πο­τε “καρ­βου­να­ρι­κόν” με το ο­ποί­ο “πει­ρά­ζε­ται η η­συ­χί­α των λα­ών”.
Η ε­ξέ­γερ­ση α­πό την άλ­λη του Α­λή Πα­σά, προ­σφέ­ρε­ται για την α­στι­κή προ­πα­γάν­δα, με τον ό­ρο ό­τι θα πρέ­πει η ι­στο­ρι­κή α­λή­θεια να πα­ρα­ποι­η­θεί βί­αια. Για­τί πως αλ­λιώς μπο­ρεί να πα­ρου­σιά­ζε­ται ο Α­λή Πα­σάς σαν στυγνός “πο­λέ­μιος του ελ­λη­νι­σμού”, ό­ταν οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό τους ή­ρω­ες της ε­πα­νά­στα­σης πο­λέ­μη­σαν στο πλευ­ρό του; Ό­πως και να δια­μορ­φώ­νε­ται ό­μως η ι­δε­ο­λο­γι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση των γε­γο­νό­των στα κα­το­πι­νά χρό­νια, τό­σο η πε­ρι­πέ­τεια της Μολ­δο­βλα­χί­ας, ό­σο και ο Α­λή Πα­σάς λει­τούρ­γη­σαν κα­ταρ­χάς σαν στρα­τιω­τι­κός α­ντι­πε­ρι­σπα­σμός.
Η εκ­κλη­σί­α βιά­ζε­ται να α­φο­ρί­σει τους ε­πα­να­στά­τες, αλ­λά το νέ­ο σα­ρώ­νει ό­λη την αυ­το­κρα­το­ρί­α. Οι Φι­λι­κοί ή­δη κι­νού­νται δρα­στή­ρια στα πλαί­σια του “Σχε­δί­ου” για να ξε­ση­κώ­σουν τις πε­ριο­χές τους. Στα­δια­κά ξε­ση­κώ­νο­νται διά­φο­ρες γω­νιές της αυ­το­κρα­το­ρί­ας: ο Μοριάς, η Ρού­με­λη, τα πιο πολ­λά νη­σιά του Αι­γαί­ου, και σπο­ρα­δι­κά ε­ξε­γέρ­σεις έ­χου­με στη Δυ­τι­κή Μα­κε­δο­νί­α, στην Κρή­τη, στη Χαλ­κι­δι­κή και στο Α­ϊ­βα­λί.

Το ξέ­σπα­σμα της ε­πα­νά­στα­σης

Η­γέ­της της Φι­λι­κής στο Μω­ριά εί­ναι ο Πα­πα­φλέσ­σας. Συ­να­ντά την α­πό­λυ­τα ε­χθρι­κή στά­ση των προ­κρί­των. Σε συ­νά­ντη­ση για αυ­τό το σκο­πό στο Αί­γιο στις 26 Γε­νά­ρη, οι προ­ε­στοί με ε­πι­κε­φα­λής τον Πα­λαιών Πα­τρών Γερ­μα­νό θα τον βρί­σουν και θα τον α­πει­λή­σουν. Αλ­λά η ε­πα­νά­στα­ση δεν θα τους πε­ρι­μέ­νει. Μό­λις φτά­νουν τα νέ­α για τον Υ­ψη­λά­ντη ο Μοριάς ε­πα­να­στα­τεί. Η αρ­χή γί­νε­ται στην Πά­τρα στις 21 Μάρ­τη. Μια ε­ξέ­γερ­ση με ε­πι­κε­φα­λής έ­ναν τσα­γκά­ρη τον Κα­ρα­τζά κα­τα­λαμ­βά­νει την πό­λη και α­να­γκά­ζει τους τούρ­κους να κλει­στούν στο φρού­ριο. Στην άλ­λη πλευ­ρά, ο Πα­πα­φλέσ­σας και ο Κο­λο­κο­τρώ­νης κα­τα­λαμ­βά­νουν την Κα­λα­μά­τα. Ο Μοριάς εί­ναι ό­λος στο πό­δι και οι ο­λι­γά­ριθ­μοι τούρ­κοι κλεί­στη­καν στα κά­στρα. Στη Ρού­με­λη το ρό­λο του Πα­πα­φλέσ­σα θα παί­ξει ο Αν­δρού­τσος. Σε λί­γες μέ­ρες η ε­πα­νά­στα­ση ε­πε­κτεί­νε­ται στα νη­σιά. Στα νη­σιά τούρ­κοι δεν υ­πήρ­χαν ή ή­ταν ε­λά­χι­στοι. Ει­δι­κά ε­δώ εί­ναι που η ε­πα­νά­στα­ση α­πέ­κτη­σε ρι­ζο­σπα­στι­κά κοι­νω­νι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Η α­που­σί­α τούρ­κων και η ύ­παρ­ξη μιας οι­κο­νο­μι­κά ι­σχυ­ρής ελ­λη­νι­κής α­στι­κής τά­ξης έ­κα­νε τις κοι­νω­νι­κές α­νι­σό­τη­τες πε­ρισ­σό­τε­ρο έκ­δη­λες. Το αί­τη­μα της α­πε­λευ­θέ­ρω­σης έ­παιρ­νε έ­ντο­νο κοι­νω­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα.
Οι κοι­νω­νί­ες των νη­σιών του Αι­γαί­ου διέ­φε­ραν σε με­γά­λο βαθ­μό α­πό την η­πει­ρω­τι­κή Ελ­λά­δα. Κα­ταρ­χήν ε­ξαι­τί­ας του ε­μπο­ρί­ου και της ναυτιλίας εί­χαν και πιο α­νε­πτυγ­μέ­νο πο­λι­τι­στι­κό ε­πί­πε­δο, αλ­λά και ά­με­ση, δια­προ­σω­πι­κή ε­πα­φή με τα πο­λι­τι­κά ρεύ­μα­τα της υ­πό­λοι­πης Ευ­ρώ­πης. Ε­πι­πλέ­ον, υ­πήρ­χαν σο­βα­ρές δια­φο­ρές στην κοι­νω­νι­κή τους δο­μή. Συ­γκρι­τι­κά με την οι­κο­νο­μι­κά κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη Πε­λο­πόν­νη­σο τα νη­σιά α­πο­τε­λού­σαν σο­βα­ρά οι­κο­νο­μι­κά κέ­ντρα γε­ωρ­γι­κής και προ­βιο­μη­χα­νι­κής πα­ρα­γω­γής. Και ε­νώ στο Μοριά και τη Ρού­με­λη το κυ­ρί­αρ­χο στοι­χεί­ο ή­ταν ο μι­κρός κλή­ρος, στα με­γά­λα αι­γαιο­νή­σια εί­χε δια­τη­ρη­θεί σε κά­ποιο βαθ­μό η με­γά­λη ι­διο­κτη­σί­α και μά­λι­στα στα χέ­ρια των ί­διων οι­κο­γε­νειών α­πό την ε­πο­χή του Βυ­ζα­ντί­ου και της Ε­νε­το­κρα­τί­ας. Εί­ναι φυ­σι­κό λοι­πόν πως η ε­πα­νά­στα­ση ε­κεί υ­ιο­θέ­τη­σε α­πό την πρώ­τη στιγ­μή έκ­δη­λα ρι­ζο­σπα­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και έ­θε­σε στό­χους κοι­νω­νι­κής α­πε­λευ­θέ­ρω­σης.
oikonomou.jpgΗ αρ­χή έ­γι­νε στις Σπέ­τσες. Στην Ύ­δρα οι πλοιο­κτή­τες αρ­νού­νται πει­σμα­τι­κά κά­θε ι­δέ­α. Ο Φι­λι­κός Οι­κο­νό­μου ορ­γα­νώ­νει μια ε­ξέ­γερ­ση που πιά­νει στον ύ­πνο τους πλοιο­κτή­τες και ο λα­ός της Ύ­δρας κα­τα­λαμ­βά­νει τα πλοί­α. Στη Σά­μο, οι κοι­νω­νι­κοί α­γώ­νες εί­χαν ξε­κι­νή­σει στο νη­σί ή­δη πριν α­πό μια δε­κα­ε­τί­α και μά­λι­στα οι κα­τα­πιε­σμέ­νοι με η­γέ­τη τον Φι­λι­κό Λυ­κούρ­γο Λο­γο­θέ­τη εί­χαν ορ­γα­νω­θεί σε κόμ­μα με την ε­πω­νυ­μί­α “Καρ­μα­νιό­λοι”. Με την ε­πα­νά­στα­ση οι άρ­χο­ντες διώ­χνο­νται και κα­τα­φεύ­γουν στα μι­κρα­σια­τι­κά πα­ρά­λια.
Ο χιώ­της Μπουρ­νιάς ή­ταν κα­τώ­τε­ρος α­ξιω­μα­τι­κός στο στρα­τό του Να­πο­λέ­ο­ντα. Ε­ξέ­γει­ρε τους α­γρό­τες των μα­στι­χο­χω­ρί­ων και ζή­τη­σε τη βο­ή­θεια των Σα­μιω­τών για την ε­πέ­κτα­ση της ε­πα­νά­στα­σης στη Χί­ο και πράγ­μα­τι, στο νη­σί α­πο­βι­βά­ζο­νται πε­ρί­που 2000 σα­μιώ­τες. Το πρό­γραμ­μα των ε­ξε­γερ­μέ­νων ή­ταν η δή­μευ­ση των κτη­μά­των. Ό­σοι πρό­κρι­τοι δεν έ­φυ­γαν, κλεί­στη­καν στην πό­λη της Χί­ου. Η ε­πι­κρά­τη­ση των ε­πα­να­στα­τών ή­ταν σύ­ντο­μη, α­φού α­κο­λού­θη­σε η α­πό­βα­ση των σουλ­τα­νι­κών στρα­τευ­μά­των και η με­γά­λη σφα­γή της Χί­ου.
Στην Άν­δρο, που ε­πί­σης υ­πήρ­χαν με­γα­λο­κτη­μα­τί­ες, η ε­πα­νά­στα­ση δή­μευ­σε τα με­γά­λα κτή­μα­τα. Ό­ταν οι κτη­μα­τί­ες έ­στει­λαν μή­νυ­μα στον Κα­που­δάν Πα­σά, που κα­τέ­πλε­ε με τον ο­θω­μα­νι­κό στό­λο στο Αι­γαί­ο να κα­τα­πνί­ξει την ε­πα­νά­στα­ση, οι α­γρό­τες ε­πι­τέ­θη­καν στη Χώ­ρα, εκκαθάρισαν τους πρό­κρι­τους και ε­ξέ­λε­ξαν η­γέ­τη τον α­γρό­τη Μπα­λή. Με προ­τρο­πή του προ­σπά­θη­σαν να ορ­γα­νω­θούν σε “κομ­μού­να” που θα καλ­λιερ­γούν α­πό κοι­νού τη γη. Στις κε­ντρι­κές Κυ­κλά­δες (Τή­νος, Σύ­ρος, Σα­ντο­ρί­νη) που ο πλη­θυ­σμός ή­ταν κα­θο­λι­κοί χρι­στια­νοί και υ­πό την προ­στα­σί­α της Γαλ­λί­ας, δεν πή­ρε μέ­ρος στην ε­πα­νά­στα­ση. Ε­ξαί­ρε­ση η Νά­ξος. Ε­δώ την πρω­το­βου­λί­α έ­χει έ­νας ιερωμένος, ο ε­πί­σκο­πος Πα­ρο­να­ξί­ας Ιε­ρό­θε­ος. Μυ­η­μέ­νος στη Φι­λι­κή κα­θο­δη­γεί τους να­ξιώ­τες στις κα­τα­λή­ψεις των με­γά­λων κτη­μά­των.
Και στην στε­ρια­νή Ελ­λά­δα οι α­γρό­τες ξε­κι­νάν τις κα­τα­λή­ψεις των κτη­μά­των. Η πιο ση­μα­ντι­κή κί­νη­ση γί­νε­ται στην Ατ­τι­κή με η­γέ­τη τον Με­λέ­τη Βα­σι­λεί­ου, αλ­λά σε μι­κρό­τε­ρη έ­κτα­ση α­γρο­τι­κές ε­ξε­γέρ­σεις συμ­βαί­νουν στον Πύρ­γο, στο Μιστρά, την Μο­νεμ­βα­σί­α και την βό­ρεια Εύ­βοια.
Τα ο­ρά­μα­τα της γαλ­λι­κής ε­πα­νά­στα­σης για ι­σό­τη­τα και δι­καιο­σύ­νη φλό­γι­ζαν τα πνεύ­μα­τα σε ό­λη την Ευ­ρώ­πη. Έλ­λη­νες δια­νο­ού­με­νοι του α­στι­κού δια­φω­τι­σμού σαν το Ρή­γα ή τον Α­νώ­νυ­μο της “Ελ­λη­νι­κής Νο­μαρ­χί­ας” τα μπό­λια­σαν στην ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ό­πως και κά­θε α­στι­κή ε­πα­νά­στα­ση, α­νοί­γει έ­ναν ο­ρί­ζο­ντα λα­ϊ­κών διεκδικήσεων πο­λύ πλα­τύ­τε­ρο α­πό ό­σο η ί­δια η α­στι­κή τά­ξη εί­ναι διατεθειμένη να ι­κα­νο­ποι­ή­σει. Η α­στι­κή ε­πα­νά­στα­ση κα­θώς ξε­δι­πλώ­νε­ται ε­μπε­ριέ­χει και το ξε­πέ­ρα­σμά της. Α­πό τα σπλά­χνα της θα βγουν οι Ρο­βε­σπιέ­ροι, οι Σαι­ντ Ζυ­στ και οι Μπα­μπέφ. Η θα­νά­τω­ση των ελ­λή­νων ρο­βε­σπιέ­ρων, η κα­τα­στο­λή των κοι­νω­νι­κών ε­ξε­γέρ­σε­ων και το ελ­λη­νι­κό Θερ­μι­δώρ εί­ναι μια πτυ­χή της ε­πα­νά­στα­σης του 21 που μά­ταια θα την ψά­ξου­με στα κά­θε εί­δους σχο­λι­κά βι­βλί­α.

Η α­ντί­δρα­ση

Ό­ταν το κί­νη­μα στη Μολ­δο­βλα­χί­α ητ­τιέ­ται, η ε­πα­νά­στα­ση έ­χει ε­δραιω­θεί στο Μοριά, τη Ρού­με­λη και τα μι­σά νη­σιά του Αι­γαί­ου. Α­μέ­σως με την έ­κρη­ξη της ε­πα­νά­στα­σης και πα­ράλ­λη­λα με τις πο­λε­μι­κές συ­γκρού­σεις ξε­κι­νά και ο α­γώ­νας για την πο­λι­τι­κή ε­πι­κρά­τη­ση των διά­φο­ρων στρω­μά­των και τά­ξε­ων που έπαιρναν μέ­ρος σε αυ­τή. Η μό­νη ορ­γα­νω­μέ­νη δύ­να­μη ή­ταν η Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α. Θα ή­ταν λο­γι­κό να πε­ρι­μέ­νει κα­νείς πως με την προ­ε­τοι­μα­σί­α που εί­χε κά­νει θα ή­ταν ο α­δια­φι­λο­νί­κη­τος η­γέ­της της ε­πα­νά­στα­σης, αλ­λά δεν συ­νέ­βη έ­τσι.
Οι πρό­κρι­τοι, οι αρ­χιε­ρείς, οι φα­να­ριώ­τες, οι πλού­σιοι α­στοί, συμπτύσσουν έ­να ι­σχυ­ρό μέ­τω­πο, που το αντιτάσσουν σε κά­θε “καρ­μπο­νά­ρι­κη ε­κτρο­πή” της ε­πα­νά­στα­σης, δη­λα­δή κά­θε αμ­φι­σβή­τη­ση των δι­καιω­μά­των τους. Το ελ­λη­νι­κό θερ­μι­δώρ ξε­κι­νά και προ­χω­ρά πα­ράλ­λη­λα με την ε­ξέ­λι­ξη της ε­πα­νά­στα­σης. Τον ι­δε­ο­λο­γι­κό α­γώ­να ε­νά­ντια στη Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α α­νέ­λα­βαν οι αρ­χιε­ρείς της Πε­λο­πο­ννήσου. Άλ­λω­στε εί­χαν α­πό πα­λιά έ­τοι­μο το υ­λι­κό που κα­τα­δί­κα­ζε τα καρ­μπο­νά­ρι­κα κι­νή­μα­τα.
Η Ε­ται­ρεί­α έ­χει πά­ψει πλέ­ον να λει­τουρ­γεί πο­λι­τι­κά ε­νιαί­α, αν στοι­χειω­δώς λει­τουρ­γού­σε κά­πο­τε. Το κα­λο­καί­ρι του 21 φτά­νει στο Μω­ριά ο Δημ. Υ­ψη­λά­ντης σαν η­γέ­της της Ε­ται­ρεί­ας με­τά τη σύλ­λη­ψη του α­δερ­φού του στη Μολ­δο­βλα­χί­α και δί­νει τον πο­λι­τι­κό τό­νο. Μέ­χρι το τέ­λος θα προ­σπα­θεί να εκ­φρά­σει πο­λι­τι­κά το α­νέ­φι­κτο, δη­λα­δή την κοι­νω­νι­κή ε­νό­τη­τα ό­λων των τά­ξε­ων που έπαιρναν μέ­ρος στον α­γώ­να, πά­νω α­πό τα α­ντι­κρουό­με­να κοι­νω­νι­κά τους συμ­φέ­ρο­ντα. Θα προ­σφέ­ρει μέ­χρι τέ­λος έ­να ευ­ρύ υ­περ­τα­ξι­κό πλαί­σιο, που ο κα­θέ­νας θα μπο­ρεί να ερ­μη­νεύ­ει ό­πως του α­ρέ­σει τα φλο­γι­σμέ­να λό­για των δια­κη­ρύ­ξε­ων, συ­νει­δη­τά α­σα­φή και α­ό­ρι­στα. Στην προ­ε­τοι­μα­σί­α της ε­πα­νά­στα­σης έ­να τέ­τοιο πο­λι­τι­κό πλαί­σιο εί­ναι αρ­κε­τό. Ό­ταν ξε­δι­πλώ­νο­νται οι τα­ξι­κές α­ντι­θέ­σεις, αυ­τές οι δια­κη­ρύ­ξεις γί­νο­νται κου­ρε­λό­χαρ­τα. Μέ­χρι το τέ­λος οι πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πι­φα­νείς η­γέ­τες της Ε­ται­ρεί­ας προ­σπα­θώ­ντας να δια­σώ­σουν μια ε­νό­τη­τα α­νέ­φι­κτη κα­τα­φεύ­γο­ντας στον έ­ναν συμβιβασμό πί­σω α­πό τον άλ­λον. Ο Κο­λο­κο­τρώ­νης, αν και διακήρυττε συ­νέ­χεια πως “η γαλ­λι­κή ε­πα­νά­στα­ση ά­νοι­ξε τα μά­τια των αν­θρώ­πων” πολ­λές φο­ρές με­σο­λά­βη­σε με το κύ­ρος του για να γλιτώσει τους πρό­κρι­τους α­πό το λιντσάρισμα των ε­ξε­γερ­μέ­νων. Α­πέ­να­ντι στις ε­πι­θέ­σεις της α­ντί­δρα­σης λει­τουρ­γούν δι­στα­χτι­κά και συμ­βι­βα­στι­κά.
Κα­τα­στο­λή της ε­πα­νά­στα­σης ση­μαί­νει κα­ταρ­χήν δο­λο­φο­νί­ες των ε­πα­να­στα­τών η­γε­τών. Αν ό­μως η α­ντί­δρα­ση α­πέ­να­ντι στους ε­ξέ­χο­ντες Φι­λι­κούς εί­ναι διστακτική α­κό­μη, δεν εί­ναι το ί­διο α­πέ­να­ντι στους η­γέ­τες των λα­ϊ­κών κι­νη­μά­των στα νη­σιά. Πρώ­τοι δο­λο­φο­νού­νται ο Μπα­λής στην Άν­δρο, ο Βα­σι­λεί­ου που νω­ρί­τε­ρα εκδιώχθηκε στην Εύ­βοια και ο Κα­ρα­ντζάς στην Πά­τρα. Ο Ιε­ρό­θε­ος φυ­λα­κί­ζε­ται στην Πε­λο­πόν­νη­σο, Ο Οι­κο­νό­μου, με­τά α­πό πολ­λέςlogothetis.jpg συλ­λή­ψεις, α­πο­δρά­σεις και α­πό­πει­ρες ε­να­ντί­ον του, ε­κλέ­γε­ται α­πό την Ύ­δρα για την Α΄ Ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση και δο­λο­φο­νεί­ται α­πό άν­δρες του Λό­ντου κα­θο­δόν για αυ­τήν. Μό­νο ο Λο­γο­θέ­της έ­μει­νε ο α­δια­φι­λο­νί­κη­τος η­γέ­της στη Σά­μο μέ­χρι το τέ­λος της ε­πα­νά­στα­σης, αλ­λά η Σά­μος μέ­νει α­πο­μο­νω­μέ­νη α­πό τις κε­ντρι­κές ε­ξε­λί­ξεις και τε­λι­κά δεν θα πε­ρι­λη­φθεί στο πρώ­το ελ­λη­νι­κό κρά­τος.
Πλέ­ον, στο τέ­λος του 1821 το πα­νί­σχυ­ρο μέ­τω­πο πλοιο­κτη­τών – προ­κρί­των – φα­να­ριω­τών, που πα­ρά τις τό­σες ε­σω­τε­ρι­κές και προ­σω­πι­κές διε­νέ­ξεις στέ­κε­ται συ­μπα­γές ε­νά­ντια στις λα­ϊ­κές διεκ­δι­κή­σεις, έ­χει ε­πι­κρα­τή­σει σε με­γά­λο βαθ­μό. Αυ­τή η πρό­σκαι­ρη ισορροπία α­πο­τυ­πώ­νε­ται στην Α΄ Ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση της Ε­πι­δαύ­ρου το Δε­κέμ­βριο του 21. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, αρ­χι­κά ως τό­πος της ε­θνο­συ­νέ­λευ­σης έ­χει ο­ρι­στεί το Άρ­γος α­πό ό­που με­τα­φέ­ρε­ται ε­σπευ­σμέ­να στην Ε­πί­δαυ­ρο για να ξε­φύ­γουν οι πρό­κρι­τοι α­πό τη λα­ϊ­κή ορ­γή που α­κο­λού­θη­σε την εί­δη­ση της δο­λο­φο­νί­ας του Οι­κο­νό­μου. Το μέ­τω­πο προ­κρί­των – πλοιο­κτη­τών κυ­ριάρ­χη­σε α­πό­λυ­τα. Α­πό τους 59 εκ­προ­σώ­πους, α­πό την πλευ­ρά της Ε­ται­ρεί­ας ε­κλέ­χτη­καν μό­νο ο Υ­ψη­λά­ντης, ο Πα­πα­φλέσ­σας και ο Κο­λο­κο­τρώ­νης. Ω­στό­σο, δεν εί­ναι α­κό­μη μια νί­κη ο­ρι­στι­κή. Αυ­τή η σύν­θε­ση ο­φεί­λε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στην πο­λι­τι­κή πεί­ρα των προ­κρί­των και λι­γό­τε­ρο στις πραγ­μα­τι­κές κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις. Το κρί­σι­μο ε­πί­δι­κο των τα­ξι­κών συ­γκρού­σε­ων ή­ταν κυ­ρί­ως η γη και μά­λι­στα οι “ε­θνι­κές γαί­ες” τα ε­δά­φη δη­λα­δή που κα­τεί­χε το τούρ­κι­κο κρά­τος ή οι εκ­διω­χθέ­ντες τούρ­κοι. Οι λα­ϊ­κές μά­ζες α­παι­τού­σαν τη δια­νο­μή τους. Οι α­στοί και οι πρό­κρι­τοί ε­πι­ζη­τού­σαν την εκ­ποί­η­σή τους ξέ­ρο­ντας ό­τι έ­τσι θα έ­πε­φταν στα χέ­ρια τους. Το γε­γο­νός ό­τι η η Α΄ Ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση δεν τολ­μά να πά­ρει θέ­ση, δεί­χνει πως, πα­ρά τη νί­κη του, το μέ­τω­πο της α­ντί­δρα­σης αι­σθά­νε­ται την σχε­τι­κό­τη­τα αυ­τής της νί­κης. Συμ­βο­λι­κά, το­πο­θε­τούν τον Υ­ψη­λά­ντη (δια­κο­σμη­τι­κό) πρό­ε­δρο του ε­κτε­λε­στι­κού και τον Κο­λο­κο­τρώ­νη αρ­χι­στρά­τη­γο, σε όρ­γα­να στα ο­ποί­α η α­ντί­δρα­ση εί­χε την α­πό­λυ­τη πλειο­ψη­φί­α.

Το νέ­ο ι­δε­ο­λο­γι­κό πε­ριε­χό­με­νο

Η δια­κή­ρυ­ξη της Ε­θνο­συ­νέ­λευ­σης δια­τυ­πώ­νει με σα­φή­νεια το πο­λι­τι­κό πρό­γραμ­μα της α­ντί­δρα­σης: “Ο κα­τά των Τούρ­κων πό­λε­μος η­μών, μα­κράν του να στη­ρί­ζε­ται εις αρ­χάς τι­νάς δη­μα­γω­γι­κάς και στα­σιώ­δεις ή ι­διω­φε­λείς μέ­ρους τι­νός του σύ­μπα­ντος Ελ­λη­νι­κού Έ­θνους σκο­πούς, εί­ναι πό­λε­μος ε­θνι­κός, πό­λε­μος ιε­ρός, πό­λε­μος του ο­ποί­ου η μό­νη αι­τί­α εί­ναι η α­νά­κτη­σις των δι­καί­ων της προ­σω­πι­κής η­μών ε­λευ­θε­ρί­ας, της ι­διο­κτη­σί­ας και της τι­μής…”. Συμ­βο­λι­κά, ε­γκα­τα­λεί­πε­ται η ση­μαί­α της Φι­λι­κής Ε­ται­ρεί­ας που φά­ντα­ζε πο­λύ καρ­μπο­νά­ρι­κη, ό­πως και η πα­λαιό­τε­ρη πρό­τα­ση του Κο­λο­κο­τρώ­νη για μια ση­μαί­α που θα έ­χει δί­πλα στο σταυ­ρό την η­μι­σέ­λη­νο.
Πα­ράλ­λη­λα με την πρα­κτι­κή κα­τα­στο­λή των λα­ϊ­κών αι­τη­μά­των γί­νε­ται και ο ε­πα­να­κα­θο­ρι­σμός της ε­πα­νά­στα­σης. Δη­λα­δή, ε­άν πρέ­πει να εξαλειφθεί ο “καρ­μπο­να­ρι­σμός”, σε α­ντι­κα­τά­στα­σή του θα πρέ­πει να στη­θούν δυο νέ­οι ι­δε­ο­λο­γι­κοί πυ­λώ­νες: το έ­θνος και η θρη­σκεί­α.
Στην ε­πα­νά­στα­ση πή­ραν μέ­ρος πολ­λοί μου­σουλ­μά­νοι, αρ­βα­νί­τες αλ­λά και τούρ­κοι. Ο πα­ρα­γκω­νι­σμός τους, η α­πο­μό­νω­σή τους και τε­λι­κά η ε­ξό­ντω­σή τους εί­ναι το ε­πό­με­νο κα­θή­κον που α­να­λαμ­βά­νει το μέ­τω­πο των προ­κρί­των – δε­σπο­τά­δων. Φυ­σι­κά, δεν θα δια­βά­σου­με σε κα­νέ­να σχο­λι­κό βι­βλί­ο για τους τό­σους μου­σουλ­μά­νους ο­πλαρ­χη­γούς που πή­ραν ε­πα­νά­στα­ση κυ­ρί­ως στην Ή­πει­ρο, στις χα­ο­τι­κές κα­τα­στά­σεις που δη­μιουρ­γή­θη­καν με το κί­νη­μα του Α­λή Πα­σά και την κα­τα­στο­λή του, ού­τε για το πλή­θος μου­σουλ­μά­νων που υ­πη­ρε­τού­σε κά­τω α­πό τους διά­φο­ρους ο­πλαρ­χη­γούς και κυ­ρί­ως στον Κο­λο­κο­τρώ­νη και τον Αν­δρού­τσο. Ω­στό­σο, ή­ταν και πολ­λοί και ση­μα­ντι­κοί για την έκ­βα­ση των πο­λε­μι­κών ε­πι­χει­ρή­σε­ων, που ο Υ­ψη­λά­ντης έ­νοιω­σε υ­πο­χρε­ω­μέ­νος να τους α­πο­στεί­λει μια θερ­μή ευ­χα­ρι­στή­ρια ε­πι­στο­λή για να α­να­νε­ώ­σει τη συμ­μα­χί­α. Στην Χιμάρα μά­λι­στα, ό­που εί­χαν γί­νει ή­δη κύ­ριοι της πε­ριο­χής, ζή­τη­σαν με τον πιο ε­πί­ση­μο τρό­πο την έ­ντα­ξή της πε­ριο­χής στα ό­ρια του ελ­λη­νι­κού κρά­τους με μό­νο α­ντάλ­λαγ­μα τη δια­τή­ρη­ση της θρη­σκεί­ας τους.
Στο Σύ­νταγ­μα της Ε­πι­δαύ­ρου οι δε­σπο­τά­δες και οι πρό­κρι­τοι ο­ρί­ζουν ή­δη α­πό στη δεύ­τε­ρη πα­ρά­γρα­φο το νέ­ο πλαί­σιο: “Έλ­λη­νες, εί­ναι ό­σοι αυ­τό­χθο­νες πι­στεύ­ου­σιν εις Χρι­στόν”. Δεν μέ­νει πλέ­ον πα­ρά να ε­φαρ­μο­στεί και στην πρά­ξη. Και αυ­τό γί­νε­ται, αλ­λά ε­δώ τα πράγ­μα­τα εί­ναι πιο σύν­θε­τα, α­φού σε με­γά­λο βαθ­μό βρί­σκο­νται στις δυ­νά­μεις των κλε­φτών που α­πο­τε­λούν το στρα­τιω­τι­κό κορ­μό σε Μοριά και Ρού­με­λη. Α­πέ­χου­με ή­δη πο­λύ μα­κριά α­πό τις διακηρύξεις του α­στι­κού δια­φω­τι­σμού και την προ­τρο­πή του Ρή­γα Φε­ραί­ου που ζη­τού­σε “να σφά­ξου­με τους λύ­κους που τον ζυ­γόν βα­στούν και Χρι­στια­νούς και Τούρ­κους σκλη­ρά τους τυ­ραν­νούν”.Ο μό­νος τρό­πος να βρει θέ­ση η εκ­κλη­σί­α στους νέ­ους συ­σχε­τι­σμούς ή­ταν να πά­ρει μέ­ρος στην ε­πα­νά­στα­ση εκ των υ­στέ­ρων και από το πα­ρά­θυ­ρο. Η εκ­κλη­σί­α, ο μη­χα­νι­σμός της, η ι­διο­κτη­σί­α της, ο συντηρητισμός της, ή­ταν ο α­πα­ραί­τη­τος σύμ­μα­χος των α­στών στην α­πο­κά­θαρ­ση της ελ­λη­νι­κής ε­πα­νά­στα­σης α­πό τον καρ­μπο­να­ρι­σμό της και δεν εί­χαν κα­νέ­να πρό­βλη­μα, ό­χι μό­νο να μην θί­ξουν σε τί­πο­τα τα προ­νό­μιά της, αλ­λά να της α­να­γνω­ρί­σουν και έ­να ρό­λο πο­λύ κα­θο­ρι­στι­κό στο νέ­ο κρά­τος. Ει­δι­κά μά­λι­στα, που στη θέ­ση της πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σής της βρέ­θη­καν οι πρό­κρι­τοι που στις το­πι­κές κοι­νό­τη­τές τους δέ­νο­νταν με την εκ­κλη­σί­α με πλεί­στα δε­σμά συμ­φε­ρό­ντων. Έ­τσι, μια σει­ρά μέ­τρα πάρ­θη­καν ώ­στε να δια­σφα­λι­στεί ο ρό­λος της. Πα­ράλ­λη­λα, η εκ­κλη­σί­α έ­χει έ­να ε­πι­πλέ­ον ση­μα­ντι­κό κα­θή­κον στην συ­γκρό­τη­ση του ελ­λη­νι­κού έ­θνους-κρά­τους, την ελ­λη­νο­ποί­η­ση του πλη­θυ­σμού του. Πλη­θυ­σμοί με ρευ­στή ε­θνι­κή συ­νεί­δη­ση (αρ­βα­νί­τες, βλά­χοι, σλά­βοι, κα­θο­λι­κοί νη­σιώ­τες, κλπ) μπο­λιά­ζο­νται πλέ­ον με τον κορ­μό του έ­θνους, ό­χι μέ­σω των “α­να­τρε­πτι­κών” δια­κη­ρύ­ξε­ων του δια­φω­τι­σμού, αλ­λά μέ­σω της ορ­θό­δο­ξης εκ­κλη­σί­ας. Ό­ποια γλώσ­σα κι αν μι­λά­νε, κα­τα­λα­βαί­νουν και μι­λά­νε τα ελ­λη­νι­κά που α­κού­νε κά­θε Κυ­ρια­κή στην εκ­κλη­σί­α. Πράγ­μα­τι, τα ε­πό­με­να χρό­νια η εκ­κλη­σί­α θα γί­νει ο μη­χα­νι­σμός ελ­λη­νο­ποί­η­σης των ε­τε­ρό­κλη­των ορ­θό­δο­ξων πλη­θυ­σμών που βρί­σκο­νται στο ελ­λη­νι­κό κρά­τος και στις με­τα­γε­νέ­στε­ρες ε­πε­κτά­σεις του.

Μια νέ­α ι­σορ­ρο­πί­α

Η ορ­γή α­πό την κα­τα­στο­λή της α­ντί­δρα­σης, κα­θώς οι κοι­νω­νι­κές ε­ξε­γέρ­σεις έ­χουν κα­τα­στα­λεί ή εί­ναι α­κέ­φα­λες, βρί­σκει διέ­ξο­δο στους η­γέ­τες των κλε­φταρ­μα­το­λών και στους η­γέ­τες της Ε­ται­ρεί­ας, που σε με­γά­λο βαθ­μό ταυ­τί­ζο­νται. Πλέ­ον σε αυ­τούς πέ­φτει το βά­ρος της εκ­προ­σώ­πη­σης των συμ­φε­ρό­ντων των λα­ϊ­κών τά­ξε­ων. Οι στρα­τιω­τι­κές ε­πι­τυ­χί­ες έ­χουν συ­γκρο­τή­σει μια στα­θε­ρή ε­δα­φι­κή βά­ση για την ε­πα­νά­στα­ση. Η στρα­τιω­τι­κή στα­θε­ρο­ποί­η­ση δί­νει την δυ­να­τό­τη­τα στην α­ντί­δρα­ση να προ­χω­ρή­σει σε α­νοι­χτή ρή­ξη πια με τους κα­πε­τα­ναί­ους και τη Φι­λι­κή Ε­ται­ρεί­α. Οι δυ­νά­μεις τους εί­ναι ή­δη ε­ξα­σθε­νη­μέ­νες α­πό τις πολ­λές στρα­τιω­τι­κές α­να­με­τρή­σεις. Πολ­λοί έ­πε­σαν στη μά­χη. Για τους υ­πό­λοι­πους φρό­ντι­σε η α­ντί­δρα­ση. Στα­δια­κά, αλ­λά συ­στη­μα­τι­κά, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι Φι­λι­κοί θα βγαί­νουν α­πό τη μέ­ση. Ο Υ­ψη­λά­ντης κα­θαι­ρεί­ται και στε­ρεί­ται τα πο­λι­τι­κά του δι­καιώ­μα­τα. Ο Κο­λο­κο­τρώ­νης φυ­λα­κί­ζε­ται, ο Ο­δυσ­σέ­ας Αν­δρού­τσος κα­τα­διώ­κε­ται, φυ­λα­κί­ζε­ται και δο­λο­φο­νεί­ται. Ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης δο­λο­φο­νεί­ται ε­πί­σης σε μια α­νοι­χτή προ­βο­κά­τσια για να πα­ρου­σιά­σουν τον ε­λευ­θε­ρω­τή της Ρού­με­λης σαν “σκο­τω­μέ­νο στη μά­χη”.
Ο θρί­αμ­βος της α­ντί­δρα­σης α­πο­τυ­πώ­νε­ται στη Β΄ Ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση. Την ο­λο­κλη­ρω­τι­κή νί­κη της α­ντί­δρα­σης δεν θα τη βρού­με στις δια­κη­ρύ­ξεις της Συ­νέ­λευ­σης αλ­λά στην α­πό­φα­ση που ψη­φί­στη­κε για την εκ­ποί­η­ση των “ε­θνι­κών γαιών”.  Ω­στό­σο, η α­ντί­δρα­ση που συ­να­ντά η εκ­ποί­η­ση εί­ναι τό­σο με­γά­λη, που τε­λι­κά δεν ε­φαρ­μό­ζε­ται πα­ρά σαν πε­ρι­στα­σια­κά. Πα­ράλ­λη­λα, και α­μέ­σως με­τά την ε­δραί­ω­σή του, στο μπλοκ της α­ντί­δρα­σης εκ­δη­λώ­νε­ται ο α­ντα­γω­νι­σμός των με­ρών που το α­πο­τε­λούν. Α­νά­με­σα στις διά­φο­ρες ο­μά­δες προ­κρί­των ξε­σπάν σφο­δρές ε­σω­τε­ρι­κές συ­γκρού­σεις, που παίρ­νουν και τη μορ­φή α­νοι­χτής πο­λε­μι­κής σύ­γκρου­σης. Η ε­πα­νά­στα­ση έ­χει φτά­σει στο να­δίρ.
Τα στρα­τιω­τι­κά γε­γο­νό­τα ό­μως δεν κά­νουν υ­πο­μο­νή. Α­φού ο τούρ­κι­κος στρα­τός έ­χει ξε­κα­θα­ρί­σει με τα μέ­τω­πα σε Ή­πει­ρο και Σερ­βί­α, πέ­φτει πά­νω στην Ρού­με­λη, σε συνδυασμό με την α­πό­βα­ση των αι­γυ­πτια­κών δυ­νά­με­ων του Ι­μπρα­ήμ στο Μο­ριά. Και πά­λι θα κλι­θούν οι κα­πε­τα­ναί­οι και οι Φι­λι­κοί για να α­ντι­με­τω­πί­σουν την κα­τά­στα­ση. Ο Πα­πα­φλέσ­σας θα πε­θά­νει η­ρω­ι­κά στο Μα­νιά­κι, ο Κα­ρα­ϊ­σκά­κης στο Φά­λη­ρο, ο Υ­ψη­λά­ντης θα κα­τα­φέ­ρει να συ­γκρα­τή­σει τους ε­πι­τι­θέ­με­νους στους Μύ­λους της Αρ­γο­λί­δας. Η ε­πα­νά­στα­ση κρέ­με­ται α­πό μια κλω­στή και α­παι­τού­νται ρι­ζι­κά μέ­τρα. Η Γ΄ Ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση ξε­κι­νά τις ερ­γα­σί­ες της τη στιγ­μή α­κρι­βώς που πέ­φτει το Με­σο­λόγ­γι και τις δια­κό­πτει α­μέ­σως για να ξα­ναρ­χί­σει σχε­δόν έ­να χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, το Μάρ­τη του 27. Ως τό­τε ό­μως αρ­κε­τά πράγ­μα­τα έ­χουν αλ­λά­ξει. Οι Κο­λο­κο­τρώ­νης και Υ­ψη­λά­ντης εί­ναι οι μό­νοι που μπό­ρε­σαν να προ­τά­ξουν μια α­ντί­στα­ση στην Πε­λο­πόν­νη­σο, έ­στω κι αν δεν κα­τόρ­θω­σαν να διώ­ξουν τις αι­γυ­πτια­κές δυ­νά­μεις. Στη Στε­ρε­ά πα­ρά τις α­πα­νω­τές ήτ­τες δια­τη­ρού­νται ε­στί­ες α­ντί­στα­σης. Αυ­τό ό­μως που γέρ­νει την πλά­στι­γγα στο στρα­τιω­τι­κό πε­δί­ο εί­ναι κυ­ρί­ως η ε­πέμ­βα­ση των ευ­ρω­πα­ϊ­κών δυ­νά­με­ων που δυ­σχε­ραί­νουν τη θέ­ση του τούρ­κι­κου στρα­τού: η ναυ­μα­χί­α του Ναβαρίνου, η α­πο­βί­βα­ση γαλ­λι­κών δυ­νά­με­ων στο Μο­ριά και κυ­ρί­ως ο Ρω­σο­τουρ­κι­κός πό­λε­μος που έ­φε­ρε τους Ρώ­σους μέ­χρι την Αν­δρια­νού­πο­λη. Η α­να­τρο­πή στο στρα­τιω­τι­κό το­μέ­α κα­θό­ρι­σε και νέ­ες πο­λι­τι­κές ι­σορ­ρο­πί­ες. Πολ­λοί πρό­κρι­τοι και  φα­να­ριώ­τες που “με­γα­λουρ­γού­σαν” την προ­η­γού­με­νη περίοδο, αποσύρονται α­πό το προ­σκή­νιο κα­θώς έ­χουν κα­τα­στεί α­νυ­πό­ληπτοι. Οι φυ­λα­κι­σμέ­νοι και κα­τα­τρεγ­μέ­νοι η­γέ­τες της Ε­ται­ρεί­ας έ­χουν κα­τα­γρα­φεί σαν οι σω­τή­ρες της ε­πα­νά­στα­σης. Αυ­τή η νέ­α πο­λι­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αποτυπώνονται τε­λι­κά στην Γ΄ Ε­θνο­συ­νέ­λευ­ση στην Τροι­ζί­να. Η α­πο­κα­τά­στα­ση του Υ­ψη­λά­ντη και η α­κύ­ρω­ση ό­σων εκ­ποι­ή­σε­ων των “ε­θνι­κών γαιών” εί­χαν συ­να­φθεί, εί­ναι τα πρώ­τα μέ­τρα της Συ­νέ­λευ­σης. Οι βα­σι­κές της πο­λι­τι­κές α­πο­φά­σεις ω­στό­σο εί­ναι δύ­ο: α) Υ­ιο­θε­τεί το Σύ­νταγ­μα της Τροι­ζί­νας, το πιο φι­λε­λεύ­θε­ρο α­στι­κό σύ­νταγ­μα της ε­πο­χής του και β) α­να­θέ­τει στον Κα­πο­δί­στρια την κυ­βέρ­νη­ση της χώ­ρας. Με την ε­κλο­γή του Κα­πο­δί­στρια, ου­σια­στι­κά κλεί­νει και ο κύ­κλος της ε­πα­νά­στα­σης και μπαί­νου­με στην ι­στο­ρί­α του νέ­ου ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Τα ζη­τή­μα­τα που ά­νοι­ξε η ε­πα­νά­στα­ση του 21 βρί­σκουν προ­σω­ρι­νά μια νέ­α ι­σορ­ρο­πί­α στη βο­να­παρ­τί­στι­κη δια­κυ­βέρ­νη­ση του Κα­πο­δί­στρια, ό­μως ό­χι μό­νο δεν λύ­νο­νται, αλ­λά θα ε­κρα­γούν το α­μέ­σως ε­πό­με­νο διά­στη­μα.
Η ε­πα­νά­στα­ση του 1821, ιδωμένη μα­κριά α­πό ε­θνι­κούς και θε­ο­λο­γι­κούς μύ­θους, α­πο­τε­λεί έ­ναν κρί­κο η­ρω­ι­κό και τρα­γι­κό στην προ­σπά­θεια της αν­θρω­πό­τη­τας για την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της. Για τους κα­πι­τα­λι­στές θα α­πο­τε­λεί πρό­σφο­ρο έ­δα­φος για να καλ­λιερ­γούν την ε­θνι­κή ε­νό­τη­τα και τη διαιώ­νι­ση του κρά­τους τους και της ε­ξου­σί­ας τους. Για τους ε­πα­να­στά­τες ό­μως θα α­πο­τε­λεί έ­μπνευ­ση, ό­πως και ό­λες οι με­γά­λες α­στι­κές ε­πα­να­στά­σεις. Η ει­λι­κρι­νή προ­σπά­θεια των ε­πα­να­στα­τών αυ­τών (των για­κο­βί­νων, των καρ­μπο­νά­ρων, των ελ­λή­νων Φι­λι­κών, των Μπα­λή, Οι­κο­νό­μου, Λο­γο­θέ­τη) να φέ­ρουν στις έ­σχα­τες συ­νέ­πειές τους τις δια­κη­ρύ­ξεις για ε­λευ­θε­ρί­α και ι­σό­τη­τα σκό­ντα­φτε στα ό­ρια της ε­πο­χής τους και ό­χι στην ε­πα­να­στα­τι­κή τους φλό­γα.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Από τι πέθανε ο Θεός;



Του Ντανιέλ Μπενσαΐντ                                        Τα δύο άρθρα που δημοσίευσε ο Μαρξ στο Παρίσι το 1844 –«Εισαγωγή στη φιλοσοφία του δικαίου του Χέγκελ» και «Σχετικά με το εβραϊκό ζήτημα»- δεν αρκούνται στο να αναγγέλλουν το θάνατο του Θεού των θρησκειών. Αρχίζουν τη μάχη εναντίον των φετίχ και των ειδώλων που τον υποκαθιστούν: το Χρήμα και το Κράτος.
Στην εργασία του «Η ουσία του χριστιανισμού», ο Φόιερμπαχ είχε καταδείξει όχι μόνο ότι ο άνθρωπος δεν είναι δημιούργημα του Θεού, αλλά ότι είναι ο δημιουργός του. Δεν είχε υποστηρίξει απλώς ότι «ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, δεν κάνει η θρησκεία τον άνθρωπο». Απέδειξε επίσης, τονίζει ο Μαρξ, ότι «η φιλοσοφία δεν είναι άλλο πράγμα από τη θρησκεία που μετατίθεται και αναπτύσσεται στην ιδέα». Καθιστώντας την «κοινωνική σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο θεμελιακή αρχή της θεωρίας του», «θεμελίωσε [έτσι] τον αληθινό υλισμό». Ο άνθρωπος δεν είναι ένας άνθρωπος αφηρημένος «κουρνιασμένος εκτός του κόσμου», είναι ο «κόσμος του ανθρώπου», ο κοινωνικός άνθρωπος που παράγει, ανταλλάσσει, αγωνίζεται, αγαπάει. Είναι το Κράτος, είναι η κοινωνία.

Το όπιο του λαού
Από τη στιγμή που έγινε αποδεκτό ότι ο άνθρωπος δεν είναι το δημιούργημα ενός παντοδύναμου Θεού, μένει να καταλάβουμε από πού προέρχεται η ανάγκη να επινοήσει ο άνθρωπος μια ζωή μετά το τέλος της ζωής και να φαντάζεται έναν ουρανό απαλλαγμένο από την επίγεια αθλιότητα: «Η θρησκευτική αθλιότητα είναι ταυτόχρονα η έκφραση της υπαρκτής αθλιότητας και η διαμαρτυρία εναντίον της τελευταίας. Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η ψυχή ενός άκαρδου κόσμου, όπως είναι και το πνεύμα μιας κατάστασης πραγμάτων που στερείται πνεύματος. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού».

Όπως το όπιο, αποχαυνώνει και ταυτόχρονα ανακουφίζει.
Η κριτική της θρησκείας δεν μπορεί να αρκεστεί στην παπαδοφαγία, την ιμαμοφαγία και τη ραβινοφαγία, όπως κάνει ο μασονικός αντικληρικαλισμός και ο ορθολογισμός του Διαφωτισμού. Αυτή η προσέγγιση του θρησκευτικού ζητήματος μέλλει να είναι ακόμα, την επαύριο της Κομμούνας του Παρισιού, η προσέγγιση που υιοθετεί ο Ένγκελς. Θα θεωρήσει τότε ξεπερασμένο το «πρόβλημα του αθεϊσμού» και θα προσάψει σε ορισμένους εκπατρισμένους Παριζιάνους ότι θέλουν να «μετατρέψουν τους ανθρώπους σε άθεους με διαταγή του μουφτή», αντί να βγάλουν συμπεράσματα από την πράξη: «Ότι μπορούμε να διατάξουμε ό,τι θέλουμε στα χαρτιά χωρίς ωστόσο να περνάει αυτό στην πράξη, και ότι οι διώξεις είναι το καλύτερο μέσο για να κάνουμε να εμφανιστούν στρατιές πιστών. Μόνο ένα πράγμα είναι βέβαιο: η μοναδική υπηρεσία που μπορούμε να προσφέρουμε σήμερα στο Θεό είναι να διακηρύξουμε ότι ο αθεϊσμός είναι υποχρεωτικό δόγμα και να πλειοδοτήσουμε σχετικά με τους αντικληρικαλικούς νόμους που απαγορεύουν τη θρησκεία γενικώς».
Για το Μαρξ, από το 1844 ήδη, κύριο μέλημα είναι να τελειώνουμε με τις κοινωνικές συνθήκες που γεννούν την ανάγκη της πίστης και των τεχνητών παραδείσων: « Η κατάργηση της θρησκείας ως απατηλής ευτυχίας του λαού είναι η απαίτηση της πραγματικής του ευτυχίας. Το ότι απαιτούμε να παραιτηθεί από τις αυταπάτες σχετικά με την κατάστασή του σημαίνει ότι απαιτούμε να παραιτηθεί από μια κατάσταση που έχει ανάγκη από αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι λοιπόν, εν σπέρματι, η κριτική της κοιλάδας των κλαυθμών της οποίας η θρησκεία είναι ο φωτοστέφανος».
Η κριτική της θρησκείας έχει λοιπόν ένα σκοπό αναγκαίο αλλά περιορισμένο: να αφαιρέσει από τον άνθρωπο τις αυταπάτες του, τις απατηλές παρηγοριές του, να τον απογοητεύσει, να του ανοίξει τα μάτια «για να σκεφτεί, να δράσει, να διαμορφώσει την πραγματικότητά του ως άνθρωπος απαλλαγμένος από τις αυταπάτες, [ως άνθρωπος] που απέκτησε τη λογική, έτσι ώστε να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, δηλαδή  γύρω από τον πραγματικό του ήλιο». Αφού εκλείψει το θρησκευτικό «πέραν» της αλήθειας, το ιστορικό καθήκον είναι να δείξουμε την «αλήθεια του επίγειου κόσμου» και να «αποκαλύψουμε την ανθρώπινη αλλοτρίωση από τις μη ιερές μορφές της»: «Η κριτική του ουρανού μετατρέπεται έτσι σε κριτική της γης, η κριτική της θρησκείας σε κριτική του δικαίου, η κριτική της θεολογίας σε κριτική της πολιτικής».
Διακηρύσσοντας ότι για τη Γερμανία «η κριτική της θρησκείας έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί» αλλά και ότι είναι η προϋπόθεση κάθε κριτικής», το άρθρο του 1844 σχετικά με τη φιλοσοφία του δικαίου του Χέγκελ παίρνει τη μορφή ενός μανιφέστου πριν το Μανιφέστο και ενός προγράμματος εργασίας που αναγγέλλει τα νέα καθήκοντα της κριτικής. Το άρθρο «Σχετικά με το εβραϊκό ζήτημα», που δημοσιεύτηκε στο ίδιο και μοναδικό τεύχος του περιοδικού «Γαλλογερμανικά Χρονικά» -και το οποίο παρανοήθηκε τόσο συχνά- είναι η προέκτασή του ή η πρώτη πρακτική εφαρμογή του.
Σε ένα άρθρο του 1842 σχετικά με «την ικανότητα των σημερινών Εβραίων και χριστιανών να καταστούν ελεύθεροι», ο Μπούνο Μπάουερ, παλιός φίλος του Μαρξ στο Βερολίνο, είχε υποστηρίξει ότι οι Εβραίοι, για να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη σε ένα συνταγματικό κράτος, όφειλαν προηγουμένως να πάψουν να συνιστούν ένα λαό «αιωνίως ξεχωριστό από τους άλλους» και συνεπώς να εγκαταλείψουν μια θρησκεία θεμελιωμένη στο μύθο του εκ καταγωγής περιούσιου λαού του Θεού. Επομένως δεν θα χειραφετούνταν πραγματικά, από πολιτική άποψη, παρά όταν θα εγκατέλειπαν τον ιουδαϊσμό και όταν το συνταγματικό κράτος θα εγκατέλειπε με τη σειρά του, το χριστιανισμό.
Για το Μαρξ η θέση του Μπάουερ επιμένει να θεωρεί τον αθεϊσμό απαραίτητη και επαρκή προϋπόθεση της ισότητας «παραβλέποντας την ουσία του κράτους». Σύμφωνα με αυτή τη θέση, θα αρκούσε να θελήσουν οι Εβραίοι να είναι ελεύθεροι, να θελήσουν να βγάλουν το Θεό από το κεφάλι τους, για να γίνουν πραγματικά ελεύθεροι. Κατά το Μαρξ, αντιθέτως, είναι καιρός να «εγκαταλείψουμε τον καθαρώς πνευματικό σοσιαλισμό» και να «περάσουμε  στην πολιτική». Εναντίον του Μπάουερ, αποδεικνύει με βάση το παράδειγμα της Αμερικής –χώρα που είναι εκείνη την εποχή η πιο ελεύθερη πολιτικά και όπου οι θρησκείες δεν παύουν να ανθούν ωστόσο- ότι «ο διχασμός του ανθρώπου σε μη θρήσκο πολίτη και σε θρήσκο ιδιώτη δεν αντιβαίνει καθόλου στην πολιτική χειραφέτηση».
Ο Μαρξ έχει στο στόχαστρο, αντιπαρατιθέμενος στον Μπάουερ, τις ψευδαισθήσεις ενός αθεϊσμού που παραμένει ακόμα μια αφηρημένη κριτική της θρησκείας, μια θρησκευτική, ακόμα, κριτική της θρησκείας, η οποία μένει στο μη πρακτικό πεδίο των ιδεών. Αυτός ο κατά τον τρόπο του Μπάουερ (ή του συγχρόνου μας Μισέλ Ονφρέ!) αθεϊσμός δεν είναι ακόμα, κατά το Μαρξ, παρά «ο τελευταίος βαθμός του θεϊσμού» και ένα είδος «αρνητικής αναγνώρισης της ύπαρξης του Θεού». Την ίδια χρονιά, το 1844, ο Μαρξ γράφει στα Χειρόγραφα του 1844: «Η φιλανθρωπία του αθεϊσμού δεν είναι λοιπόν παρά μια αφηρημένη φιλοσοφική φιλανθρωπία, ενώ εκείνη του κομμουνισμού είναι πραγματική και τείνει άμεσα προς τη δράση». Ο φιλοσοφικός αθεϊσμός είναι λοιπόν η ιδεολογία της πεφωτισμένης αστικής τάξης που νιώθει την ανάγκη να απαλλάξει την οικονομία από την τροχοπέδη της θρησκείας αφήνοντας άθικτη την κοινωνική τάξη πραγμάτων. Βρίσκει την πιο καθαρή έκφρασή του στο θετικισμό και στη λατρεία της προόδου.

Το «Εβραϊκό Ζήτημα»
Η πολεμική του εναντίον του Μπρούνο Μπάουερ κοστίζει σήμερα μια αδικαιολόγητα κακή φήμη. Ο μύθος ενός αντισημίτη Μαρξ έχει καταχωριστεί στο λεξικό των παραδεδεγμένων ιδεών. Πρόκειται, κατ’ αρχάς, για έναν χοντροκομμένο αναχρονισμό. Ο φυλετικός αντισημιτισμός άρχισε να ακμάζει κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, παράλληλα με την ανάπτυξη ενός αποικιακού ρατσισμού με έμβλημα τις θεωρίες των Γκομπινό και Τσάμπερλεν ή τον κοινωνικό δαρβινισμό. Κατά το «Ιστορικό λεξικό της γαλλικής γλώσσας», ο όρος δεν πρωτοεμφανίζεται παρά το 1879. Πριν, επρόκειτο για έναν θρησκευτικό αντιεβραϊσμό τρεφόμενο από το βιβλικό μύθο. Τα δύο θέματα μπορούν βεβαίως να συνυπάρχουν και να συμπίπτουν. Όσο για την «εκλεκτική συνάφεια» ανάμεσα στους Εβραίους και στο χρήμα, που αναφέρεται στο κείμενο του Μαρξ, είναι εκείνη την εποχή ένας λογοτεχνικός κοινός τόπος στους συγγραφείς πολεμικών κειμένων όπως ο Τουσενέλ ή ο Μπακούνιν, αλλά και σε μυθιστοριογράφους όπως ο Μπαλζάκ –«Ο οίκος Νυσενζέν»!-, αργότερα στον Ζολά και σε συγγρταφείς εβραϊκής καταγωγής όπως ο Χάινριχ Χάινε ή ο Μόζες Χες. Κι αργότερα, ακόμα, στο μυθιστόρημα «David Golder» της Ιρέν Νιμπερόβσκι.
Όσο για το Μαρξ, μπορεί, ως ενθουσιώδη διεθνιστή, να τον εκνευρίζει η μυθολογία του περιούσιου λαού και της κοινοτικής ιδιαιτερότητας, αλλά δεν παύει να υποστηρίζει το κίνημα των Εβραίων της Κολονίας για τα πολιτικά τους δικαιώματα. Σε ένα γράμμα του στον Ρούγκε, το Μάρτιο του 1843, γράφει πως δέχτηκε να συντάξει, έπειτα από αίτησή τους, την έκκληση για την αναγνώριση των εν λόγω δικαιωμάτων: «Αυτή τη στιγμή με επισκέπτεται ο αρχηγός της τοπικής εβραϊκής κοινότητας. Μου ζητάει να συντάξω για τους Εβραίους μια έκκληση απευθυνόμενη στη Δίαιτα. Θα το κάνω. Όσο μεγάλη και αν είναι η απέχθειά μου για την ιουδαϊκή θρησκεία, ο τρόπος θεώρησης του Μπάουερ μου φαίνεται υπερβολικά αφηρημένος. Πρεέπει να ανοίξουμε όσο δυνατόν περισσότερα ρήγματα στο χριστιανικό κράτος και να εισάγουμε λάθρα σε αυτό τον ορθό λόγο, στο βαθμό που εξαρτάται από εμάς». Αυτή η χειρονομία όχι μόνο δεν αντιφάσκει στις θέσεις του «Εβραϊκού ζητήματος», που θα γραφεί μερικές βδομάδες αργότερα, αλλά αντιθέτως είναι το παράδειγμα της πρακτικής εφαρμογής τους. Το ζήτημα είναι να «χειραφετηθεί το κράτος από τον ιουδαϊσμό, το χριστιανισμό, τη θρησκεία γενικώς», με άλλα λόγια να διαχωρίσουμε το κοσμικό κράτος από την εκκλησία με το να χειραφετηθούμε από την κρατική θρησκεία, να ενεργήσουμε ώστε το κράτος να μην πρεσβεύει καμιά θρησκεία αλλά να παρουσιάζεται απλώς ως αυτό που είναι. Δεν πρέπει να πιστεύουμε ωστόσο ότι ο άνθρωπος απελευθερώθηκε από τη θρησκεία, από την ιδιοκτησία, από τον επαγγελματικό εγωισμό επειδή «απέκτησε τη θρησκευτική ελευθερία». Με άλλα λόγια ο Μαρξ, απέχοντας πολύ από το να είναι ένας άθεος φονταμενταλιστής και να αναγορεύει τον αθεϊσμό σε νέα επίσημη θρησκεία του κράτους, είναι, στο ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας, ένας φιλελεύθερος με την παλιά έννοια του όρου: φανατικός υπερασπιστής των δημόσιων ελευθεριών.
Όταν πολύ αργότερα, το 1876, κατά τη διάρκεια μιας λουτροθεραπείας στο Καρλσμπαντ, συναντάει τον Χάινριχ Γκρετς, πρωτοπόρο των εβραϊκών σπουδών από τη δεκαετία του 1840, συγγραφέα μιας μνημειώδους «Ιστορίας του εβραϊκού λαού», οι σχέσεις τους είναι πολύ ευγενικές. Σε ένδειξη αμοιβαίας εκτίμησης, προσφέρουν ο ένας στον άλλον τα έργα τους. Ο Μαρξ απέχει λοιπόν πολύ από τον Προυντόν, ο  οποίος προτείνει να κλείσουν όλες οι συναγωγές και να μεταφερθούν μαζικά οι Εβραίοι στην Ασία, καθώς και από τα πρόδρομα φαινόμενα του φυλετικού αντισημιτισμού ο οποίος μέλλει να εξελιχθεί σε «σοσιαλισμό των ηλιθίων», σύμφωνα με τη διατύπωση του Γερμανού σοσιαλιστή Άουγκουστ Μπέμπελ
.
Ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ (1946 – 2010) ήταν καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII και υπήρξε μέλος του γαλλικού Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος. Συνέγραψε πολλά δοκίμια, μεταξύ των οποίων Marx l’intempestif (1995 – éditions Fayard) και Passion Karl Marx. Les hieroglyphs de la Modernité (2001 – éditions Textuel). Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο Marx, mode d’emploi (2009 – éditions La  Découverte), που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2010 με τον τίτλο «Μαρξ, τρόπος χρήσης», σε μετάφραση Γιάννη Καυκιά από τις εκδόσεις ΚΨΜwww.aformi.gr

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Τα μπαλκόνια της πόλης, όρια των ονείρων μας

  (αναδημοσίευση)

Από το ΑΤΕΧΝΩΣ
Σοφία Χουδαλάκη
http://dikaex.blogspot.gr/2016/03/blog-post_7.html
Τα μπαλκόνια υψώνονται όσο υψώνονται οι πολυκατοικίες μας. Τα μπαλκόνια… μια εφεύρεση εκείνων που θέλησαν να απαλύνουν το αποπνικτικό αίσθημα εγκλωβισμού που γεννούν τα διαμερίσματα. Μια διαπραγμάτευση της ελευθερίας που, κάποτε, μας χάριζαν τα σπίτια μας. Μια διαπραγμάτευση ανάμεσα στην ανάγκη να στεγαστούν οι πολλοί των πόλεων και στην ανθρώπινη ανάγκη να αναπνέουμε τις αναπνοές μας ολόκληρες. Σκέφτηκαν τότε, να βάλουν στα μικρά μας κουτάκια ένα χώρο, που να θυμίζει τις παλιές αυλές που αφήσαμε πίσω.

Το μπαλκόνι, όσο μικρό, όσο ευτελές και αν είναι, το μικραίνει ακόμα περισσότερο η γλάστρα. Η γλάστρα θυμίζει ότι κάπου υπάρχει και το πράσινο… και έτσι στο φαντασιακό μας γεννιέται η θύμηση του χωραφιού, η θύμηση της φύσης. Διαπραγματευτήκαμε την αναπνοή μας και βρεθήκαμε σ’ αυτές τις γειτονιές των εργατών, των δημοσίων υπαλλήλων, των μαστόρων της δεκαετίας του ’60 και του ’70, να προσπαθούμε να χωρέσουμε τις υπάρξεις μας στα πενήντα τετραγωνικά ενός διαμερίσματος και στα πέντε τετραγωνικά μπαλκόνι. Εκεί μέσα μάθαμε να αναπνέουμε με τάξη, να κινούμαστε σε σειρά, να μπαίνει η οικογένεια στη γραμμή για να χωρέσει στην κουζίνα για το μεσημεριανό. Όταν κανείς έσκαγε υπήρχε πάντα το μπαλκόνι και αυτή η αίσθηση, ανοίγοντας την πόρτα, ότι φεύγεις από τη στένα και βγαίνεις έξω… Μια στιγμή και στήνει ο νους το παραμύθι του, μια στιγμή, μια υποσυνείδητη αστραπιαία αίσθηση ότι το επόμενο βήμα δεν θα σε βγάλει στα πέντε τετραγωνικά αλλά στην πλατεία του χωριού σου, στο χωράφι του παππού σου, στην αυλή της μάνας σου… τόσο θέλει ο άνθρωπος να παρηγορηθεί… μια στιγμή μόνο να νιώσει ότι λευτερώνεται… και ας είναι και ψέμα.

Μέσα σ’ αυτά τα κουτιά γεννήθηκαν τρεις γενιές μέχρι σήμερα. Τρεις γενιές, που με έναν τρόπο άρρητο, με έναν τρόπο βιωματικό, διδάχτηκαν τη διαπραγμάτευση της ανθρώπινης ανάσας. Τρεις γενιές, που έμαθαν να αρκούνται, έμαθαν να παρηγορούνται στο λίγο αέρα, στον λίγο ήλιο, στα πέντε μέτρα τσιμέντου. Όταν ο μικρός ήθελε να παίξει μπάλα, ο γονιός τον έβγαζε στο μπαλκόνι. Όταν η μάνα ήθελε να μυρίσει βασιλικό, έβγαινε στο μπαλκόνι. Όταν ο ήλιος έλαμπε, άνοιγαν οι μπαλκονόπορτες και μαζί τους νομίζαμε ότι άνοιγε και το πνευμόνι μας… και όταν κάποτε ερχόταν στην Αθήνα η γιαγιά από το χωριό, την καθίζαμε στο μπαλκόνι για να πιεί τον καφέ της. Εκεί την καλούσαμε να ξανοίξει το βλέμμα της λίγο μακρύτερα από τους τέσσερεις τοίχους… και καθόταν η γιαγιά, η μοναδική που ένιωθε να στριμώχνεται στην άπλα των πέντε τετραγωνικών. Κάποτε, δεν άντεξε και ρώτησε,

«…Βρε παιδιά… είναι δυνατόν να νιώθετε απλοχωριά σε ένα κομματάκι τσιμέντο που δε χωράει καλά – καλά ούτε δύο ανθρώπους;»

Σάστισε η φαμίλια…

«Δεν χωράει;…»

Πήγαμε όλοι ένα βήμα πίσω και κοιτάξαμε το μπαλκόνι, για πρώτη φορά, με μια διάθεση αμφισβήτησης.

Λες να έχει δίκιο η γιαγιά;… μήπως οι άνθρωποι είμαστε πολύ μεγάλοι για να περιορίζουμε την ελευθερία μας στα πέντε μέτρα; Μήπως το διαμέρισμα είναι το τυρί και το μπαλκόνι η φάκα; Μήπως μικρύναμε πολύ τα όνειρά μας για να μπορέσουν να χωρέσουν στα μπαλκόνια μας?

Έτσι συνέβαινε πάντα, έτσι γίνεται και τώρα. Όταν θέλεις να ασκήσεις ένα μυαλό να πετάει χαμηλότερα, του φτιάχνεις ένα ταβάνι… και ο νους μαθαίνει ότι το ψηλότερο που μπορεί να καταφέρει είναι να αγγίξει το ταβάνι που του έφτιαξες… δε φαντάζεται, ότι αυτό είναι το όριο που του έβαλαν άλλοι, δεν είναι το πραγματικό όριο των δικών του φτερών, του δικού του πετάγματος.

Και μετά έρχεται η γνωστή ερώτηση «Μα είναι εφικτό αυτό που προτείνουν μερικοί… να αλλάξει ο κόσμος;» Και ξανά, η γνωστή απάντηση «Ναι, είναι και εφικτό και αναγκαίο… ούτε τα όρια των ταβανιών, ούτε οι άκρες των μπαλκονιών είναι τ’ αληθινά όρια των δυνατοτήτων μας…» Ωστόσο, η απάντηση είναι γνωστή από πριν σ’ εκείνους που κάνουν την ερώτηση. Αυτό που, στ’ αλήθεια, θα θελαν να ρωτήσουν είναι «Γιατί θέλεις να με βγάλεις από τη θέση που έχω καταλάβει, γιατί θέλεις να με ξεβολέψεις; Σε αυτό το μικρό μπαλκόνι που σε έχω βάλει εσύ καταφέρνεις να επιβιώσεις, ενώ εγώ αθροίζω στο δικό μου μπαλκόνι τα τετραγωνικά που σου αναλογούν. Γιατί θέλεις να πάρεις πίσω τα τετραγωνικά σου; Αφού όλοι βολευόμαστε…, εσύ στα πέντε μέτρα κι εγώ στα εκατόν πέντε».

Αυτή είναι η αγωνία εκείνων που ελπίζουν να σπείρουν ανάμεσά μας την αμφιβολία μέσω των ερωτήσεων. Αν η αμφιβολία δε πιάσει, επιστρατεύεται ο φόβος. Ο φόβος της απόλυσης. Ο φόβος του ξένου. Ο φόβος του διαφορετικού. Τώρα ζούμε την εποχή του μεθοδευμένου φόβου… τώρα μας καλούν να εκτιμήσουμε το μεγαλείο της οριακής μας επιβίωσης πετώντας τη γιαγιά από το μπαλκόνι.

Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Να ανακτήσουμε το ζωτικό μας χώρο

Να ανακτήσουμε το ζωτικό μας χώρο: Ή αυτοί ή εμείς!

Του Στέλιου Ελληνιάδη
Λέμε για τους ανθρώπους ότι είναι καλοπερασάκηδες, με την κακή έννοια. Ότι συσσωρεύουν χρήματα και τα ξοδεύουν για αυτοκίνητα, ταξίδια και εξοχικά, που σημαίνει ότι είναι λάτρεις της ιδιοκτησίας, της επίδειξης και της αδιαφορίας για το διπλανό τους. Αλλά γενικεύοντας δεν έχουμε πάντα δίκιο ή, εν πάση περιπτώσει, συχνά δεν βλέπουμε αυτή την κατάσταση πραγμάτων κι από άλλες σκοπιές που μπορεί είτε να κάνουν ακόμα αυστηρότερη την κριτική μας ή να τη σχετικοποιήσουν και να την απαλύνουν. Το σκεφτόμουν έντονα αυτό καθώς άκουγα τον Δημήτρη Πουλικάκο, πάνω από ένα τσάι με κονιάκ στην πλατεία Βικτωρίας, να μου λέει ότι λείπει από τους ανθρώπους ο ζωτικός χώρος. Κι όμως, αυτή η σημαντική διαπίστωση συνήθως δεν υπεισέρχεται στους παράγοντες που διαμορφώνουν την κρίση μας για τον τρόπο που ζουν πολλοί συμπολίτες μας οι οποίοι δεν ανήκουν στην μειοψηφούσα τάξη που διασφαλίζει απεριόριστο χώρο για τον εαυτό της και στριμώχνει τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων στον ελάχιστο. Όταν ήμασταν παιδιά, είχαμε γειτονιές που ήταν ζωντανές. Είχαμε αλάνες για να κυνηγιόμαστε, να παίζουμε μπάλα ή να κάνουμε ποδήλατο. Τα μισά οικόπεδα ήταν άχτιστα κι όταν θέλαμε μεγαλύτερη άπλα πηγαίναμε στον τεράστιο ελεύθερο χώρο μπροστά στη Σχολή Ευελπίδων, πάνω από το Πεδίο του Άρεως ή ανεβαίναμε στα νταμάρια, στα Τουρκοβούνια, που ξεκινούσαν από το Πολύγωνο, περνούσαν πάνω από την Άνω Κυψέλη και το Ψυχικό, προσπερνούσαν το Γαλάτσι, που είχε ακόμα κήπους, καλλιέργειες και πρόβατα, κι έφταναν μέχρι το τέλος της Φιλοθέης. Ο ζωτικός μας χώρος εκτεινόταν σε όλες τις γύρω κατοικημένες περιοχές που είχαν μονοκατοικίες και άδεια οικόπεδα. Τα λιγοστά αυτοκίνητα επέτρεπαν να κάνουμε ακίνδυνα ποδήλατο και πατίνι και με το λεωφορείο φτάναμε γρήγορα στο Φάληρο για μια βουτιά στο Σαρωνικό που δεν είχε ακόμα γίνει βούρκος. Μέσα στο διαμέρισμα ζούσαμε λίγες μόνο ώρες. Το πρωί στο Η΄ Γυμνάσιο με την απέραντη αυλή του και το βράδυ στους θερινούς σινεμάδες, κάτω από τα αστέρια. Δεν μας έπνιγε ακόμα η πόλη… Και μετά; Ο ζωτικός μας χώρος περιοριζόταν ραγδαία. Όλα τα οικόπεδα έγιναν πολυκατοικίες και όλοι οι θερινοί κινηματογράφοι γκαράζ και σουπερμάρκετ, χτίστηκαν τα νταμάρια και όλο το βουνό κατακλύστηκε από τσιμεντένια μεγαθήρια που καταπλάκωσαν τους στενούς δρόμους εξαφανίζοντας όχι μόνο το χώρο διαβίωσής μας επί γης, αλλά εμποδίζοντας και την επαφή μας με τον ανοιχτό ουρανό. Πού να δεις αστέρια πια στα Πατήσια ή το Παγκράτι, με τις πολυκατοικίες και τις λάμπες να φτιάχνουν ένα αδιαπέραστο τοίχος ανάμεσα σε μας και τους γαλαξίες. Και μετά-μετά, ήρθαν οι ατελείωτες ώρες δουλειάς, ήρθε και η τηλεόραση, το βίντεο και το DVD, και η ελευθερία μας περιορίστηκε στα στενότατα όρια του διαμερίσματος, ενός ή δύο, άντε το πολύ τριών δωματίων, που έγινε το κελί μας, με κάποιες ανέσεις για να μην παραπονιόμαστε και να προσαρμοζόμαστε πιο εύκολα στη φυλακή μας. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι παθαίναμε, χάναμε το ζωτικό μας χώρο. Και μαζί με το ζωτικό χώρο χάναμε και τους ανθρώπους, τους φίλους και τους γείτονες. Κι όταν ήρθε και ο φόβος και η ανασφάλεια που δημιουργεί η ένταση του ανταγωνισμού, η διεύρυνση της ανισότητας, η πτώση των αξιών, η πολυκοσμία, η καχυποψία και η εγκληματικότητα, ο ζωτικός μας χώρος στένεψε ακόμα πιο πολύ. Κλειστήκαμε περισσότερο μέσα προσπαθώντας να εξωραΐσουμε την κλεισούρα μας, με ό,τι καταναλωτικό ναρκωτικό, χρήσιμο ή άχρηστο, μας πλασάρει η βιομηχανία του θεάματος-ακροάματος που είναι το μακρύ χέρι του εμπορευματοποιημένου τρόπου ζωής. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε και η έκρηξη της τεχνολογίας που πέτυχε το ακραία αντιφατικό: να περιορίσει δραματικά το ζωτικό χώρο του καθενός πολλαπλασιάζοντας τα μέσα και την ευχέρεια επικοινωνίας! Ζωντανές σχέσεις Ζωτικός χώρος δεν είναι μόνο οι τόποι με εύκολη και ελεύθερη πρόσβαση, που είναι γύρω-γύρω, που ζούμε καθημερινά μέσα τους, αλλά είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις, οι φιλίες και οι συναναστροφές, που επίσης χάθηκαν μέσα στον ωκεανό των πολυώροφων κτιρίων και αποθαρρύνθηκαν από τις αναπτυξιακές πολιτικές του ατομισμού και του ωχαδερφισμού, που μας παρέσυραν στη μοναξιά, την απομόνωση και τον αποκλεισμό, συχνά με δέλεαρ, χάδι και μεθύσι καταναλωτικό. Κι έτσι, μέσα σε μερικές δεκαετίες, άλλοι άνθρωποι πέσανε στην κατάθλιψη και την εσωστρέφεια, κάποιοι έγιναν ανθρωποφοβικοί, άλλοι βούτηξαν στα υποκατάστατα και μερικοί εκθείασαν αυτό τον ατομισμό και την εσωστρέφεια σαν μοντερνισμό και ανεξαρτησία. Αυτός, όμως, ο χαμένος ζωτικός χώρος, ανθρωπογενής και περιβαλλοντικός, έσπρωξε τους πολίτες στην αναζήτηση αναπλήρωσης, στη συσσώρευση χρημάτων και καταναλωτικών προϊόντων ή στην αναζήτηση χώρων ελευθερίας έξω και μακριά από τα διαμερίσματα, σ’ ένα αυθαίρετο στη Λούτσα και την Κινέτα ή στην ανακαίνιση του πατρικού σπιτιού στο χωριό. Ο νεοπλουτισμός, με ό,τι αυτός συνεπάγεται, ενίσχυσε την τάση για αναζήτηση περισσότερου ζωτικού χώρου, αλλά δεν ήταν η αιτία που την γέννησε. Οι περισσότεροι πολίτες, που προέρχονταν από την απεραντοσύνη της υπαίθρου ή από τις παλιές γειτονιές των πόλεων που είχαν πολλές ανάσες, δεν βολεύτηκαν ποτέ στην τεχνητή άνεση των διαμερισμάτων τους. Μπορεί να μην συνειδητοποιούσαν τι τους έφταιγε, αλλά ποτέ δεν ήταν πραγματικά και ανόθευτα ευτυχισμένοι, παρ’ όλο που είχαν γλυτώσει από τους υλικούς και κοινωνικούς περιορισμούς της αγροτικής ή της πρωτοβιομηχανικής ζωής. Ο ζωτικός χώρος ποτέ δεν μπόρεσε να αντικατασταθεί από κάτι καλύτερο. Γι’ αυτό, τώρα που μας πτώχευσαν, που μας έκοψαν ή περιόρισαν πολλές από τις ανέσεις και τα αντίδοτα, τα οποία έκαναν αποδεκτό έως επιθυμητό το σύγχρονο λαϊφστάιλ , όπως την ακριβή διασκέδαση, τη μόδα, τα ταξίδια και το shopping, ή έκαναν δύσκολη έως αδύνατη την απόκτηση και συντήρηση των αυτοκινήτων, των εξοχικών και των άλλων απαραίτητων κατευναστικών «ουσιών», η έλλειψη του ζωτικού χώρου γίνεται ανυπόφορη. Γιατί, αφού μας αφαίρεσαν από καιρό το ζωτικό μας χώρο, τώρα προσπαθούν, εκτός από τα απολύτως χρειώδη, να μας αρπάξουν και τα υποκατάστατά του. Και να μας αφήσουν να μαραζώνουμε μέσα στα κλειδαμπαρωμένα διαμερίσματα, χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειές, χωρίς φιλίες, χωρίς διαφυγές, μερικούς και χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, με φόβο, ανασφάλεια και απαισιοδοξία. Για να μας καταληστέψουν, για να λεηλατήσουν τη χώρα μας, για να μας κάνουν υποτελείς, νεοαποικιοκρατικά. Εδώ που φτάσαμε, εδώ που μας φτάσανε, καμία αλλαγή, καμία βελτίωση της ζωής μας, καμία ανάκτηση των ελάχιστων αναγκαίων δεν μπορεί να γίνει εάν αυτός ο τρόπος ζωής και σκέψης δεν αλλάξει, εάν δεν ανατρέψουμε και εκδιώξουμε αυτούς που μεθόδευσαν για ίδιο όφελος αυτή την παγίδευση, εάν δεν ξεσηκωθούμε διεκδικώντας εκ νέου τον αναγκαίο για όλους μας ζωτικό χώρο, σε επίπεδο φυσικού και αστικού περιβάλλοντος, αλλά και, εξίσου σημαντικό, σε επίπεδο ανθρωπίνων σχέσεων και σε επίπεδο ελευθερίας του πνεύματος. Κι αυτό πρέπει να το κάνουμε όλοι μαζί, το γρηγορότερο δυνατό, με σθένος και αποφασιστικότητα, προτού μας πάρουν και τον τελευταίο αέρα που μας απομένει, προτού, πέρα από τη φτώχεια που μας επιβάλουν, μας οδηγήσουν όλους στην υποταγή, την απόγνωση και την τρέλα. Κι αυτό είναι το πιο λογικό που μπορώ να σκεφτώ.
Δρόμος της Αριστεράς

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Ο Έρωτας . . .

Ο Έρωτας . . .

" -Ο Έρωτας, καλέ μου, τού 'πε αυτή,
είναι ένας τρελαμένος προλετάριος,
τα ποιήματα έχει για Διεθνή
για σφυροδρέπανο ένα στραντιβάριους 


να παίζει τις νυχτιές στων γυναικών τα λιγωμένα μάτια και τα βλέφαρα για να του λένε σαν "Πάτερ ημών" τα πάθη τα κρυφά τους τα ιδιαίτερα, 
και να ζητούν εν πλήρη υποταγή
και με τα σκέλια σε πλήρη διάσταση
του Πόθου να εφορμήσουν οι ουλαμοί
των ηδονών ν' αρχίσει η επανάσταση 
κι εκεί 'μπρός στο τρανό του το βιολί
στ' ακάματο ορθωμένο το δοξάρι του
τον ύμνο της χαράς ως το πρωί
να τραγουδούν για δόξα και για χάρη του, 
και να κομπλάρουν ,πλάι στου σαλονιού
τη δισκοθήκη, ο Ανταμό κι ο Πάριος..."
" -Ο Έρωτας, καλέ μου, τού 'πε αυτή,
είναι ένας τρελαμένος προλετάριος."

ά.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

αφήνετε τα παιδιά να περπατούν έξω ξυπόλητα

Γιατί πρέπει να αφήνετε τα παιδιά να περπατούν έξω ξυπόλητα


- Τα οφέλη είναι περισσότερα από τα μειονεκτήματα 
αετος των τζουμερκων
Στην πόλη η αλήθεια είναι ότι δεν το συναντάμε συχνά αλλά τα καλοκαίρια στο χωριό όλο και κάποιο παιδάκι θα συναντήσετε να τρέχει χαρούμενο και αμέριμνο ξυπόλητο στο δρόμο.



Τι τύπος γονέα όμως είστε; Ανήκετε σε εκείνους τους γονείς που τους αρέσει να περπατούν ξυπόλητοι πάνω στους ζεστούς δρόμους του χωριού ή είστε από εκείνους που δένουν σφιχτά τα κορδόνια των παπουτσιών τους χειμώνα - καλοκαίρι.

Ανεξάρτητα από το τι κάνετε, υπάρχουν πολλά οφέλη που μπορεί να αποκομίσει το παιδί σας αν περπατάει χωρίς παπούτσια και δεν το λέμε εμείς. Η απάντηση έρχεται δια στόματος μητέρας!

Η Lauren Knight, μητέρα τριών παιδιών και blogger στη Washington Post, εξηγεί: «Για δύο λόγους δεν επιτρέπουμε στα παιδιά να περπατούν ξυπόλητα και δίνουμε μάχη για να φορέσουν κάθε φορά τα παπούτσια τους. Πρώτον επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να τραυματίσουν το πόδι τους και δεύτερον επειδή υπάρχει ο φόβος να κολλήσουν καμιά δυσάρεστη ασθένεια.».

Καταρρίπτει και τους δύο μύθους απλά: «Μόνο αν μένετε σε μια πόλη όπου ο κίνδυνος να συναντήσει κανείς σπασμένο γυαλί στο δρόμο είναι καθημερινός εξηγείται αυτή η επιμονή, διαφορετικά η πιθανότητα τραυματισμού είναι ελάχιστη (ειδικά σε ένα μέρος όπως η παιδική χαρά) και από την άποψη των ασθενειών, τα παιδιά είναι πολύ πιο πιθανό να μολυνθούν από τα χέρια τους είτε βάζοντας τα στο στόμα, είτε τρίβοντας τα μάτια και το πρόσωπό τους.».

Στην πραγματικότητα, προσθέτει, τα παπούτσια παγιδεύουν βακτηρίδια και μύκητες και αποτελούν το ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη παθήσεων όπως το πόδι του αθλητή, μια λοίμωξη του ποδιού από μύκητες.

Τα οφέλη λοιπόν φαίνεται πώς είναι περισσότερα από τα μειονεκτήματα. Ένα καλό είναι ότι το περπάτημα χωρίς παπούτσια βοηθά τα παιδιά να αναπτύξουν την ευαισθητοποίηση του σώματος. Τους κάνει να αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια, πιο προσεκτικούς στο περπάτημά τους και αποκτούν καλύτερη ισορροπία.

Ο Δρ. Kacie Flegal, ο οποίος ειδικεύεται στην παιδιατρική δήλωσε: «Τα πόδια είναι ένα από τα σημαντικότερα μέρη του ανθρώπινου σώματος. Ωστόσο ζούμε σε έναν πολιτισμό όπου το να φοράμε παπούτσια το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας είναι ο κανόνας και, ως εκ τούτου, αναστέλλεται η δημιουργία ισχυρών νευρολογικών συνδέσεων.».

Άλλο ένα πλεονέκτημα του να περπατά κανείς ξυπόλητος είναι ότι ενθαρρύνεται το υγιές και φυσικό βάδισμα, κάτι που στην πραγματικότητα τα παπούτσια εμποδίζουν. Οι γονείς συχνά φορούν παπουτσάκια στα μωρά, πριν καν ξεκινήσουν τα πρώτα τους βήματα με αποτέλεσμα οι πατουσίτσες τους να περιορίζονται στην κίνηση.

Ένα τρίτο πλεονέκτημα είναι ότι περπατώντας ξυπόλητα τα παιδιά καταλαβαίνουν καλύτερα τις αισθήσεις. Αν έχετε δει ένα παιδί να τρέχει στο γρασίδι ξυπόλητο μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού ή να τρέχει με βρεγμένα τα ποδαράκια του πάνω στην καυτή άμμο, τότε καταλαβαίνετε τι εννοούμε!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες