Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

Αποσπάσματα απ΄ το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη «Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν»-Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2002

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΤΟΥ ΛΗΣΤΑΡΧΟΥ ΦΩΤΗ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑ



Ο Φώτης Γιαγκούλας, σύμφωνα με μια διήγηση του δάσκαλου και επίσης ληστή Ευάγγελου Παπαθεοδώρου, είχε γεννηθεί το 1894 στον Μεταξά Σερβίων Κοζάνης και έδρασε στην περιοχή που περιέκλειαν τα βουνά Χάσια, Καμβούνια και 'Ολυμπος. Ο Παπαθεοδώρου διηγιόταν στους άλλους ληστές πως ο πατέρας του Φώτη Αναστάσιος Γιαγκούλας και η μητέρα του Αικατερίνη ήταν καλοί νοικοκύρηδες και ευκατάστατοι, ενώ ο ίδιος ο Φώτης Γιαγκούλας ήταν καλός στα γράμματα:

- Πήγε εις την δευτέραν Γυμνασίου και αν καμμιά φορά δεν πιάνει την πέννα, το κάνει γιατί δεν θέλει να έχουν γράμματα δικά του οι αρχές. Όταν ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε τα μέρη αυτά ο Φώτης ήταν δεκαεφτά χρονών. Δεν βαστούσε η καρδιά του να βλέπη τα άλλα παιδιά να πολεμάνε κι αυτός να μένη σπίτι του. Πήγε λοιπόν εθελοντής και πολέμησε σαν θεριό στα Γενιτσά και στον Βουλγαρικό πολέμιο. Ο σημερινός ληστής έγινε σε λίγο διάστημα λοχίας. Αυτός ο λοχίας λοιπόν, που δεν φοβήθηκε ποτέ τίποτε στον κόσμο, αυτός έγινε λιποτάκτης εν καιρώ ειρήνης. Έγινε που λέτε ληστής για τα γαλανά μάτια της Μαρίας. Αχ, ανάθεμα την ώρα που του έδωσα άδεια να γυρίση στο χωριό, έλεγεν ο λοχαγός του όταν έμαθε τα συμβάντα. Ο έρωτας τον έκανε τρομερό αντεραστή.
- Τι θα πη αντεραστής, Παπαθεοδώρου;
- Θα πει, Μπλαντέμη, ν αγαπάς κάποια και να την αγαπάη κι άλλος αυτήν την κοπέλλα. Τότε εσύ και ο άλλος είσθε αντερασταί!
- Τον έφαγα μόλις μου το πουν αν είμαι παλληκάρι και συμβαίνει τέτοιο πράγμα.
- Και όπως σκέπτεσαι σκέφθηκε και ο Φώτης.
Πυροβόλησε. Ύστερα πέρασαν οι μέρες της άδειας και είχε περάσει ένας μήνας που τον είχανε κηρύξει λιποτάκτη. Εβγήκε λοιπόν στο κλαρί. Στην αρχή η ληστρική του δράση δεν ήταν σπουδαία. Ήταν ο πιο παλληκαράς, ο πιο ατρόμητος και μ' όλα ταύτα ο πρώτος του καπετάνιος, ο καπετάν Μήτρος, τον έδιωξε. Άντε σύρε, του λέγει, στο καλό! Δεν είσαι για ληστής εσύ. Σ' έβαλα να κάνης ένα έγκλημα και δεν το 'καμες γιατί λυπάσαι. Αφού εσύ παιδί μου κατηγορείσαι για λιποταξία, σύρε να παραδοθείς πριν σ' επικηρύξουνε. Θα φας τρεις τέσσερις μήνες φυλακή και θα σωθής...

Αυτή είναι μια διήγηση του Παπαθεοδώρου, σίγουρα εξωραϊσμένη για τις περιστάσεις της εποχής.
Για το πώς ακριβώς βγήκε στο βουνό ο λήσταρχος υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η μία λέει πως ο Φώτης Γιαγκούλας θα συλληφθεί πρώτη φορά για ζωοκλοπή και θα καταδικαστεί σε έξι χρόνια φυλακή, για ν' αποδράσει κατά τη μεταγωγή του με αυτοκίνητο από τις φυλακές Κοζάνης στις φυλακές Τρικάλων, να συλληφθεί για δεύτερη φορά από τον ενωμοτάρχη Καλοϊδά και να καταδικαστεί σε δεκαοκτώ χρόνια φυλακή. Όταν το τρένο που τον μετέφερε από τη Λάρισα στο διαβόητο κάτεργο του Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης θα φτάσει στη μέση περίπου του θεσσαλικού κάμπου, ο Γιαγκούλας θα δραπετεύσει φορώντας τις χειροπέδες του.
Από το χρονικό αυτό σημείο και ύστερα ο Γιαγκούλας θα μεταβεί στην Αθήνα με το ψευδώνυμο Νίκος Σκλήμπας, όπου και θα συνάψει σχέσεις άλλοι λένε με τη γυναίκα ενός στρατιωτικού κι άλλοι με μια κυρία της αριστοκρατίας. Είναι η εποχή που, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες (μάλλον των «θρυλοθήρων»), ο Γιαγκούλας έπινε τον καφέ του σε κεντρικό καφενείο στο Σύνταγμα.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή (και μάλλον την περισσότερο... ρομαντική και ίσως και αληθινή), ο Φώτης Γιαγκούλας βγήκε στο βουνό το 1920, σχεδόν μόλις συμπλήρωσε την κανονική στρατιωτική του θητεία, για την τιμή μιας πρώτης εξαδέλφης του, της Μαρίας (όμως άγνωστο αν αυτό έγινε και για τα μάτια της), σκοτώνοντας έναν ενωμοτάρχη της χωροφυλακής που υπηρετούσε στον μικρό σταθμό των Μεταξάδων και που την ενοχλούσε επίμονα. Τις έρευνες για το φόνο του ενωμοτάρχη αλλά και τα αίτια που οδήγησαν σ' αυτόν θα κάνει ένας σκληροτράχηλος αξιωματικός της χωροφυλακής, ο Αποστόλου, που, σύμφωνα με τους Χατζή και Τερζόπουλο, αποτελούσε το «φόβο και τον τρόμο της περιοχής». Ο Αποστόλου θα ανακρίνει με ιδιαίτερη σκληρότητα τόσο τη Μαρία όσο και τον πατέρα της μπροστά στους κατοίκους του χωριού και στη συνέχεια θα αναχωρήσει, αφού δώσει τις κατάλληλες οδηγίες στους χωροφύλακες που άφηνε πίσω του σε περίπτωση εμφάνισης του Φώτη Γιαγκούλα.
Είναι η εποχή που ο μετέπειτα διαβόητος λήσταρχος, παίρνοντας την απόφαση να βγει στο κλαρί, θα γνωρίσει το σύντροφο του Γκανάτσιο και μαζί του θ' αρχίσει τις πρώτες του επαφές με τα τσελιγκάτα, τα τσοπανόπουλα και τους αγωγιάτες.
Ο Γιαγκούλας θα συλληφθεί λίγο αργότερα και θα κλειστεί στις φυλακές της Λάρισας για να περάσει από δίκη. Ύστερα θα γίνει προσπάθεια μεταφοράς του στη Θεσσαλονίκη, για να φυλακιστεί στο διαβόητο κάτεργο της, το Γεντί Κουλέ. Ο Φώτης Γιαγκούλας θα επιβιβαστεί με συνοδεία χωροφυλάκων στο τρένο με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη, αλλά μόλις αυτό φτάσει περίπου στον Πλαταμώνα, ο νεαρός ληστής θα καταφέρει να δραπετεύσει φορώντας τις χειροπέδες του, από τις οποίες τελικά τον απάλλαξε κάποιος τσοπάνος ονόματι Κορώνας. Ο Γιαγκούλας, από το φόβο τυχόν προδοσίας, θα φύγει από τη στάνη του το ίδιο βράδυ, παίρνοντας το όπλο του και μια κάπα.
Πάντως είναι γεγονός πως η ιστορία του, ιδίως εκείνη των αμέσως επόμενων χρόνων, είναι γεμάτη αίματα, αιχμαλωσίες, φόνους -πενήντα τέσσερις τον αριθμό- και ηρωισμούς. Από τα πλέον άγρια εγκλήματα του ήταν ο φόνος του γιατρού Οδυσσέα Νικολαΐδη στο Καταφύγιο των Σερβίων, στις 9 Ιανουαρίου 1924, επειδή είχε πληροφορίες ότι είχε συνεργαστεί με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα. Ο Νικόλαος Θ. Μπατσάρας, συνταξιούχος γραμματέας της κοινότητας Αγίας Βαρβάρας Βέροιας, καταθέτοντας τις προσωπικές του αναμνήσεις σχετικά με τη δράση του λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα, θα πει γι' αυτή τη δολοφονία:

Λήστεψαν τον γερο-Νικολαΐδη Θανάση, παντοπώλη του Καταφυγίου, και αφού τον πήραν 23 τενεκεδάκια χρυσές λίρες, βάρος μισής οκάς το καθένα δηλ. 23 Χ ½ = 11, ½ οκάδες, σκότωσαν και το γιο του γιατρό Οδυσσέα Νικολαΐδη. Τότε ο γιατρός ήταν πολύ χρήσιμο επάγγελμα αλλά και σπάνιο. Στα Πιέρια υπήρχαν μόνο τρεις γιατροί, ο Οδυσσέας στο Καταφί, κάποιος Οικονόμου στον Μοσχοπόταμο και ο νεαρός φοιτητής της ιατρικής Βασίλειος Κουτσιαντάς από τα Ριζώματα. Ο Γιαγκούλας δεν ήθελε να σκοτώσει τον Οδυσσέα, ούτε πήρε μέρος στο συμβούλιο της συμμορίας. Λέγανε μάλιστα πως ήταν φίλοι με τον πατέρα του. Οι άλλοι όμως οι 3 της παρέας απεφάσισαν την εκτέλεση του γιατρού, Τσαμήτρος, Παπαγεωργίου και Μακρής.
Το έγκλημα του εκτελεσθέντος γιατρού Οδυσσέα Νικολαΐδη ήταν πολύ μεγάλο συγκεκριμένα, είχε στείλει ο ίδιος μυστικά επιστολή σε κάποιον Διοικητή της Χωροφυλακής (αποσπασματάρχην) της περιοχής Γκαντάραν ονομαζόμενον, με την οποία πρόδιδε το λημέρι της συμμορίας. Και αυτός ο αθεόφοβος την επιστολή αυτή με σύνδεσμο του αυτούσια την έστειλε στο Γιαγκούλα που ήταν φίλος του και του 'δινε συχνά μερίδιο από τα κλεψιμαίικα. Μ' όλα τούτα όμως ο Γιαγκούλας δεν ήθελε να χαλάσει τον γιατρό, γιατί την εποχή εκείνη ήταν ο μοναδικός της περιοχής, αλλά και επειδή ο πατέρας του Θανάσης Νικολαΐδης, καθώς και ο αδελφός του Αριστόδημος ήσαν φίλοι του και πολλές φορές τον φιλοξένησαν στο σπίτι τους. Γι΄ αυτό δεν πήρε μέρος στο συμβούλιο της συμμορίας. Αλλά παμψηφεί, από τα υπόλοιπα τρία μέλη της, απεφασίσθη η εκτέλεση του και εξετελέσθη, μάλιστα μπροστά στα μάτια του πατέρα του και άλλων χωριανών, λίγο έξω από το Καταφί...

Ματωμένος αντιπερισπασμός μέσα στο χιόνι: Αθανάσιος Πάικος, Αποστόλου. Γρηγοράτος και ο άδοξος θάνατος του ληστή Θανάση Σκοτίδα

Στις 12 Φεβρουαρίου 1925 ο λήσταρχος Γιαγκούλας, θέλοντας να τρομοκρατήσει με τη σειρά του κι αυτός τα καταδιωκτικά αποσπάσματα που καταβασάνιζαν τους φίλους και συνεργάτες του στα διάφορα χωριά και στις στάνες, θα θέσει σε εφαρμογή το μεγαλεπήβολο και αιματηρό σχέδιο του, με πρώτο σταθμό μετάβασης την Τσαπουρνιά της Ελασσόνας. Εκεί θα βάλει τον Θανάση Σκοτίδα να σφάξει μπροστά στους έντρομους κατοίκους του χωριού το συμπατριώτη του και πρόεδρο της κοινότητας Τσαπουρνιάς Αθανάσιο Πάικο, αποκαλώντας τον προδότη και χαφιέ της εξουσίας.
Στη συνέχεια ο Φώτης Γιαγκούλας θα μεταβεί στο διπλανό χωριό Γλύγκοβο (σημερινό Σαραντάπορο), για να ξαναγυρίσει σαν τον άνεμο στην Τσαπουρνιά, όπου στις 13 προς 14 Φεβρουαρίου θα δολοφονήσει τον ανθυπομοίραρχο Αποστόλου.
Στο Γλύγκοβο ο λήσταρχος, συνοδευόμενος από τον Σκοτίδα και αφήνοντας πίσω ένα άλλο παλληκάρι του, τον Δελαμήτρο ή Νταλαμήτρο, για να παρακολουθεί την όλη κατάσταση, θα επισκεφθεί το σπίτι του φίλου του Ντάλα, όπου θ' αλλάξει τα ρούχα του, φορώντας καθαρά εσώρουχα και καθαρές κάλτσες. Εκεί θα σχεδιάσει το καινούργιο έγκλημα της Τσαπουρνιάς, που θα έχει ως θύμα του αυτή τη φορά τον ανθυπομοίραρχο που προαναφέραμε.
Στην Τσαπουρνιά ο Φώτης Γιαγκούλας, έχοντας τις πληροφορίες περί επικείμενης άφιξης τριών μεταβατικών αποσπασμάτων υπό τις διαταγές των ανθυπομοιράρχων Αποστόλου, Πετράκη και Πατρινιού, θα κρυφτεί στη στάνη του φίλου του κτηνοτρόφου Αχιλλέα Σουρλή περιμένοντας. Το ίδιο βράδυ θα καταλύσουν εντελώς ανυποψίαστοι στο σπίτι του Σουρλή οι Πετράκης, Πατρινιός και Αποστόλου, για να δειπνήσουν και να ξεκουραστούν. Οι τρεις αξιωματικοί θα κρεμάσουν τα όπλα τους πίσω από την πόρτα της κουζίνας και αμέριμνοι θα καθίσουν στο τραπέζι. Λίγο αργότερα η γριά μητέρα του Σουρλή θα στείλει ειδοποίηση με τον οκταετή εγγονό της Αντώνη Σουρλή στο λήσταρχο Φώτη Γιαγκούλα, που, αφού εισβάλει στο σπίτι των Σουρλήδων απ' τη μισάνοιχτη πόρτα, θα αφαιρέσει πρώτα τα όπλα των έντρομων αξιωματικών και ύστερα θα σκοτώσει μπροστά στα μάτια των φίλων και των νοικοκυραίων του σπιτιού τον ανθυπομοίραρχο Αποστόλου, που καθόταν στο τραπέζι κι έτρωγε.
Όμως ο Φώτης Γιαγκούλας δεν θα σταματήσει την αιματηρή του εκδίκηση. Λίγες μέρες αργότερα, στις 22 Φεβρουαρίου 1925, κι ενώ από τα χαράματα της προηγουμένης η είδηση της αιχμαλωσίας των κυνηγών στον Όλυμπο από τη συμμορία του Πάντου Μπαμπάνη θα τρέχει από τη μια έως την άλλη άκρη της Ελλάδας, θα δολοφονήσει στη Δρυάνιστα Κατερίνης (σημερινό Μοσχοπόταμο) τον ανθυπομοίραρχο Γρηγοράτο και τον «συνοδεύοντα τούτον και εκτελούντα χρέη οδηγού αγροφύλακα Μηλιώτη».

Μικρές λεπτομέρειες σχετικά με τη δράση ληστών και καταδιωκτικών αποσπασμάτων και κάποιες ενδιαφέρουσες επιστολές τον λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα

Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε μερικές λεπτομέρειες σχετικά με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, που άλλοτε αποτελούνταν από χωροφύλακες και άλλοτε από στρατιώτες, ενώ πολλές φορές ήταν ανάμικτα και συμπληρώνονταν από «κυνηγούς» και εθνοφύλακες. Συχνά, και για πολλούς λόγους, χρησιμοποιούνταν στο κυνήγι των ληστών ως οδηγοί και ιχνηλάτες των καταδιωκτικών αποσπασμάτων ντόπιοι επιστρατευμένοι, δραγάτηδες αλλά και εθελοντές κάτοικοι των πιο κοντινών στον τόπο όπου διαδραματίσθηκε το ληστρικό κατόρθωμα χωριών, που ένιωθαν δυσαρεστημένοι ή γιατί είχαν υποφέρει από την παρουσία των ληστών ή γιατί την είχαν πληρώσει με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Οι περισσότεροι απ' αυτούς συμμετείχαν στις οργανωμένες παγάνες των καταδιωκτικών αποσπασμάτων με τον δικό τους οπλισμό (πάλες, δρεπάνια κ.ά.), για να αποδειχθούν εξίσου σκληροί και αμείλικτοι με τους στρατιώτες και τους χωροφύλακες.
Οι ληστές, έχοντας υπόψη τους αυτή την πραγματικότητα, απέφευγαν τη συμπλοκή και την κατά μέτωπο σύγκρουση με τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, ιδίως όταν αυτά ήταν πολυάριθμα. Προτιμούσαν να χάνονται στα δάση, στα φαράγγια και στις βουνοκορφές, χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν καλύτερα κρυμμένα μονοπάτια και άγνωστες διόδους διαφυγής. Όταν αυτό δεν ήταν εφικτό, προσπαθούσαν να καθυστερήσουν όσο μπορούσαν τους διώκτες τους, μέχρι να πέσει η νύχτα κι έτσι να εξαφανιστούν με τα πρώτα σκοτάδια, χρησιμοποιώντας την πανουργία της αλεπούς και σβήνοντας καλά τα ίχνη τους. Γι' αυτό πολλές φορές, βλέποντας να ζυγώνει η νύχτα, επιδίωκαν πάση θυσία την καθυστέρηση, δηλαδή το ροκάνισμα του χρόνου, ανοίγοντας διάλογους με τους αντιπάλους τους και ανταλλάσσοντας μαζί τους απειλές και βρισιές γεμάτες χυδαιότητα.
Τα πράγματα δυσκόλευαν ιδιαίτερα όταν στον τόπο της συμπλοκής υπήρχε χιόνι και θα ήταν εύκολο να ανευρεθούν τα ίχνη τους και φυσικά και η κατεύθυνση που πήραν. Το χιόνι δυσκόλευε σε αφάνταστο βαθμό τόσο τους ληστές όσο και τα καταδιωκτικά αποσπάσματα. Όλα αυτά τα γνώριζαν οι ντόπιοι ιχνηλάτες, όπως γνώριζαν πολύ καλά και τα ληστρικά μονοπάτια, γι' αυτό και χρησιμοποιούνταν ανελλιπώς όταν η καταδίωξη ήταν ευρείας κλίμακας, καθώς ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να ανακαλύψουν τον «ντορό» των ληστών, όπως λέγονταν τα ίχνη που άφηναν αυτοί πίσω τους, ιδίως ύστερα από βροχή.

Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται στις έρευνες των εφημερίδων φαίνεται ότι αιχμαλωτίζουν το αναγνωστικό κοινό, αλλά αρέσουν και στους ίδιους τους ληστές, οι οποίοι τροφοδοτούν τους δημοσιογράφους με αυτές μέσω φίλων τους πρακτόρων και ληστοτρόφων. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο των δημοσιογραφικών ερευνών, βλέπει το φως της δημοσιότητας και μια επιστολή του Φώτη Γιαγκούλα, ένα ληστρικό... διάγγελμα, θα λέγαμε, που θα πρέπει να θεωρηθεί ως απάντηση στις ανακοινώσεις του Κονδύλη. Η επιστολή που απευθύνεται στον πρόεδρο της κοινότητας του χωριού Λιβάδι, αλλά και προς κάποιον αξιωματικό του πεζικού για τον οποίο οι ληστές έχουν πληροφορίες ότι βασανίζει και θέτει εκτός... μάχης αρκετούς από τους φίλους τους έχει ως εξής (όπως δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα):

Κύριε Πρόεδρε του Λιβαδίου,
την επιστολήν μας την οποίαν θα σου φέρει ο κτηνοτρόφος θα την παραδώσης εις τον Μακαρίτην ή εις τον ανθυπομοίραρχον.
Κύριε Μακαρίτη
Τι πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους αφού βρε κ... γαλονάδες (ύβρις) τ' αστέρια σας και όλη την οικογένεια σας, αφού σας στέλλω είδηση όπου περνώ και ο κόσμος σάς μαρτυρούν πού βρίσκομαι τι τους δέρετε και δεν έρχεστε να πολεμήσωμε. Τι φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις; Εάν με προδώσουν πού ευρίσκομαι νομίζεις πως ο καθείς έχει δύο κεφάλια; Έλα εσύ (ύβρις) γίνε τσομπάνος και αν θέλης πρόδωσε με. Την μίαν την βραδυάν θα με προδώσεις, την άλλη την βραδυά θα σε κόψω σαν τ αρνάκι.
Λοιπόν, τώρα δεν ήθελα να σε σκοτώσω ούτε εσένα ούτε και τους άλλους κωρωνάδες. Από σήμερα και εντεύθεν να ξεύρης εάν κακοποιήσεις τους ανθρώπους θα σε κάνωμε στρατοκαρτέρια και θα σε πελεκήσωμε με τα σπαθιά μας. Τ' άντερα σου θα σου τα κάνωμε κοκορέτσι και θα σου τα δώσουμε να τα φας. Κι αυτή τη στιγμή σε καλούμε να έλθης βρε (ύβρις) να έλθης να πολεμήσωμε εδώ απάνω εις τον άγιον Προφήτην Ηλίαν, εγώ ο
ΦΩΤΗΣ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ
Ο ΠΑΝΤΟΣ

Την επιστολή έχει γράψει ο ίδιος ο Φώτης Γιαγκούλας, που στη συνέχεια την έχει δώσει για έγκριση και στους υπόλοιπους συντρόφους του, οι οποίοι λόγω αγραμματοσύνης αρκέστηκαν να βάλουν τις σφραγίδες τους και μόνο. Φαίνεται όμως και από τον γραφικό του χαρακτήρα πως ο Φώτης Γιαγκούλας ήταν ο μόνος που ήξερε γράμματα, παρά τα ορθογραφικά του λάθη.
Την ίδια εποχή δημοσιεύονται και άλλες ενδιαφέρουσες επιστολές του βασιλέα των ορέων. Μία από αυτές απευθύνεται στο δάσκαλο του χωριού Λιβάδι Γεωργιάδη, άνθρωπο με πνευματική καλλιέργεια, που κάθε άλλο παρά θα μπορούσε να θεωρηθεί θαυμαστής του Γιαγκούλα:

Βρε αρχι... (ύβρις) Δάσκαλε δήλωσες και συ για παλληκαράς να καταδίωξης τους ληστές και ιδίως τον Γιαγκούλα. Τι σου έκανα εσένα βρε κ... (ύβρις) τα θρανία του σχολείου σου έχω ληστέψη ή τα βιβλία βρε ... (ύβρις) που σε πέταξε. Εάν έλθω καμμίαν βραδυάν και σε πιάσω θα σε περάσω στη σούβλα και θα σε ψήσω ζωντανόν.

Όταν ο δάσκαλος διαβάζει την επιστολή, τρομοκρατείται και ζητάει μετάθεση, την οποία πετυχαίνει προς στιγμήν, αλλά ο επιθεωρητής ύστερα από λίγο τον επαναφέρει στην προηγούμενη του θέση, για να ζήσει στη συνέχεια ο άνθρωπος με τον καθημερινό φόβο των ληστών.
Στο ίδιο χαρτί ο Φώτης Γιαγκούλας γράφει και μια λιγόλογη απειλή, που απευθύνεται σε δύο πλούσιους τσελιγκάδες της περιοχής, τον Τσανούσα και τον Σαλαβάτη:

Κερατά Τσανούσα και Σαλαβάτη, εάν σας πιάσω εις τα χέρια μου θα σας γδάρω ζωντανούς.

Ο Γιαγκούλας θα υπογράψει την απειλή και για λογαριασμό του Πάντου Μπαμπάνη, αλλά αυτός, μένεα πνέων κατά των δύο τσελιγκάδων, θ' αρπάξει την επιστολή από το χέρι του Γιαγκούλα και θα βάλει φαρδιά πλατιά την υπογραφή με το ίδιο του το χέρι.
Ο λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας δεν συνήθιζε να χρησιμοποιεί δική του σφραγίδα, προτιμώντας τις ιδιόχειρες υπογραφές αλλά και κείμενα γραμμένα από το χέρι του.
Μια άλλη επιστολή στέλνεται στον πλούσιο τσέλιγκα Μάντζη, από τον οποίο με τρόπο επιτακτικό, όπως θα ταίριαζε σε έναν πραγματικό... βασιλιά, ο Φώτης Γιαγκούλας ζητάει τα αναγκαία και τα χρειώδη, αποκαλύπτοντας και ορισμένες ιδιαίτερες προτιμήσεις κι αδυναμίες του, όπως τα... τσιγάρα εποχής με τη φίρμα Καραβασίλη:

Κύριε Μάντζη αυτήν την στιγμήν θέλω 30 κάσες τσιγάρα Καραβασίλη, 4 πετσέτες, 4 σαπούνια γλυκερίνης, 1 ντουζίνα σπίρτα, 4 φυτίλια, 1 οκά καραμέλες, 1 οκά σταφίδες, 4 κουτιά λουκούμια, 2 μπουκάλια κονιάκ, 12 μανταλάκια.

Το σημείωμα, εκτός από την υπογραφή «Κ. ΦΩΤΗΣ» (το «Κ.» σήμαινε «καπετάν»), φέρει και τη σφραγίδα του λήσταρχου Μπαμπάνη.
Ο ίδιος αποδέκτης θα πάρει ύστερα από λίγο και μια δεύτερη επιστολή, με την εξής απειλητική παραγγελία:

Κύριος Αθανάσιος Μάντζης
επειδή ενόμισες ότι θα εξοντωθούν οι ληστρικές συμμορίες και κάνετε τέρατα και σημεία σε χαρατσώνω 12 πεντόλιρα τουρκικά. Θα τα πέρασης 4 καδένες από τρία.. Εάν δεν μου τα κάνης θα σου κάψω...
Κ. ΦΩΤΗΣ

Και από το πίσω μέρος του χαρτιού:
Θέλω 40 πήχες χακί πρώτης ποιότης. 40 πήχες πανί χακί χασέ εντός δεκαπέντε ημέρες. Θέλω να μου τάχης έτοιμα.
Αρχηγός της συμμορίας
Φώτιος Γιαγκούλας
Πάντος Μπαμπάνης
Θέλω και τέσσαρες τσάντες αντάρτικες, τέσσαρα κλεφτοφάναρα, τέσσαρα ζευγάρια γάντια πέτσινα.

Ο Φώτης Γιαγκούλας (άγνωστο εάν και πόσο σοβαρά είναι ή όχι τραυματισμένος), ύστερα από τις δολοφονίες των Αποστόλου και Γρηγοράτου, θ' ανηφορίσει για μια ακόμα φορά προς τις κορυφές των βουνών. Όμως λίγο πριν από την Τσαπουρνιά, και συγκεκριμένα όταν φτάσει στη θέση Καμίνια, κοντά στον Άγιο Αθανάσιο, θα πέσει στην παγίδα ενός καταδιωκτικού αποσπάσματος από τσολιάδες, απ' αυτά που είχαν βγει σε καταδίωξη της συμμορίας του Πάντου Μπαμπάνη προκειμένου να πετύχουν την απελευθέρωση του γιατρού Τζαμαλούκα.
Είναι ένα κρύο λαμπερό πρωινό όταν οι τσολιάδες θ' αντιληφθούν τους δύο ληστές, με πρώτο τον Σκοτίδα, να βαδίζουν αμέριμνοι, έχοντας μεταξύ τους τη σχετική απόσταση ασφαλείας των εκατό μέτρων που συνήθιζαν. Και να η συνέχεια από εφημερίδα της εποχής:

Εν τω μεταξύ οι λησταί προχωρούν ανύποπτοι. Προηγείται ο Σκοτίδας κρατών το μάνλιχέρ του υπό μάλης και φέρων την ληστρικήν του κάπαν επ' ώμου. Τα μακρυά του μαλλιά ανεμίζουν από τον δροσερόν αέρα που φυσά. Ο Γιαγκούλας ακολουθεί το παλληκάρι του αλλά αυτός δεν έχει ριγμένα κά¬τω τα μακρυά του μαλλιά. Δεν επιδεικνύει και τόσο την ληστρικήν του ιδιότητα. Τις ξανθές πλεξούδες του τις έχει τυλιγμένες και τις κρύβει κάτω από ένα πολιτικό καπέλλο. Αυτό υπήρξε και η σωτηρία του διότι... Εφτά κάννες γυαλιστερών μάνλιχέρ στρέφονται κατά του Σκοτίδα.
- Παιδιά, μη βιάζεσθε! Μην πυροβολήτε ακόμη! ακούεται η υποτρέμουσα φωνή του ανθυπομοίραρχου Κοκκινάκη. Θα πέσουνε επάνω μας!
Αλλά ποιος ακούει στην ψυχολογική εκείνη κατάσταση; Ο Γιαγκούλας, η προαγωγή, οι εξακόσιες χιλιάδες, ο κίνδυνος του οποίου ο καθένας έχει συναίσθησιν όταν βρίσκεται μπροστά του... Όλα αυτά θα κάνουν τους τσολιάδες να βιαστούν. Και ασυναίσθητα τα δάχτυλα θα πιέσουν τις σκανδάλες των όπλων τους. Επτά πυροβολισμοί ετάραξαν την ησυχίαν και ο αντίλαλος τους ακούσθηκε μακρυά πολύ μακρυά. Ο Σκοτίδας γονατίζει αμέσως. Ο ακολουθών αυτόν Γιαγκούλας αναπηδά σαν λεοντάρι που πέφτει, μέσα σε παγίδα. Στρέφει το βλέμμα του γύρω και, κατόπιν σκύβει. Τώρα σέρνεται στη γη με την κοιλιά. Γύρω του οι σφαίρες σφυρίζουν αλλά αυτός δεν δίδει προσοχήν. Απομακρύνεται έτσι σιγά σιγά και πέφτει πίσω από ένα δέντρο, όπου και κρύβεται. Ο Σκοτίδας, ο σύντροφος του κυλιέται κατά γης, το δε σώμα του εξακολουθεί να είναι ο στόχος των ανδρών του αποσπάσματος.
- Επάνω τους παιδιά! ακούεται και πάλιν η φωνή του ανθυπομοιράρχου Κοκκινάκη.
Οι τσολιάδες πηδούν από την ενέδρα των και τρέχουν πυροβολούντες ακόμη. Η νίκη των τους έδωσε φτερά στα πόδια γιατί είχαν νομίσει πως σκότωσαν τον βασιλιά αυτόν των ορέων... Σε λίγο όλοι ευρίσκοντο γύρω από τον Σκοτίδαν, ο οποίος παρέδιδε την κακούργαν ψυχή του...

Όμως για μια ακόμα φορά θα αποδειχθεί πως ο σκοτωμένος δεν είναι ο Φώτης Γιαγκούλας αλλά το καινούργιο μέλος της συμμορίας, ο Θανάσης Σκοτίδας. Οι τσολιάδες απογοητεύονται και καθυστερούν. Και αυτή η καθυστέρηση είναι που θα δώσει την ευκαιρία στο λήσταρχο Φώ¬τη Γιαγκούλα να γίνει καπνός.
Ύστερα από την πρώτη τους έκπληξη και στενοχώρια, και ενώ η Τσαπουρνιά θα στρατοκρατείται και οι κάτοικοι της θα ανακρίνονται μαντρωμένοι στον περίβολο της εκκλησίας, οι τσολιάδες του καταδιωκτικού αποσπάσματος θα προσπαθήσουν να εντοπίσουν τον Γιαγκούλα, αλλά θα είναι αργά και όλες τους οι ενέργειες θ' αποβούν μάταιες. Το πουλί θα έχει πετάξει για μια ακόμα φορά σχεδόν μέσα από τα χέρια τους.
Εν τω μεταξύ λήγει η. χρονική προθεσμία που έχει θέσει ο Κονδύλης προς τους κατοίκους της περιοχής για να καταδώσουν το κρησφύγετο των ληστών που αιχμαλώτισαν τον Τζαμαλούκα και στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα δεν παρουσιάζεται κανείς που να μπορεί να ρίξει λίγο φως στο σκοτάδι της όλης υπόθεσης.
Ταυτόχρονα ο Φώτης Γιαγκούλας βρίσκει αυτή την εποχή ως την πιο κατάλληλη για ν' αποσυρθεί από το προσκήνιο της επικαιρότητας και το κάνει. Η απόσυρση του αυτή θα κρατήσει σχεδόν μέχρι τις παραμονές του θανάτου του. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο λήσταρχος θα διαμένει άλλοτε στη μονή Πέτρας, στη μέση του Ολύμπου, όπου όμως θα εξακολουθεί να συναντιέται με πράκτορες και συνεργάτες του, και άλλοτε σε απομακρυσμένες στάνες φίλων του, απ' όπου θα μεθοδεύει την επικείμενη συνάντηση του με τον άλλο διαβόητο λήσταρχο, τον Πάντο Μπαμπάνη.
Ο Γιώργος Ζαχαρίου γράφει πως η συνάντηση του Φώτη Γιαγκούλα και του Πάντου Μπαμπάνη θα προγραμματιστεί για το βράδυ της 29ης Αυγούστου 1925, από τους συνεργάτες του Γιαγκούλα Χρ. Αγά, Σωτ. Παπαγιάννη, Στέργιο Καρακούλα και Κ. Κορώνη, που θα μεταβούν στον Κοκκινοπλό, όπου και θα συναντηθούν με τους φίλους και συνεργάτες του Μπαμπάνη Δημ. Μουστάκα, Π. Ντελή και Χ. Ντελή, μεταφέροντας την πρόταση του Γιαγκούλα για συνάντηση των δύο λήσταρχων. Ο Πάντος Μπαμπάνης θα συζητήσει την πρόταση με τον αδελφό του Λεωνίδα και τον εξάδελφο τους Κώστα Τσαμήτα και αφού συμφωνήσουν γι' αυτήν, θα στείλουν μια επιστολή στον Γιαγκούλα όπου «θα ορκίζονται εις την αμνηστίαν των, πως θα τον αγαπούν και θα τον θεωρούν αρχηγό τους».
Η συνάντηση θα πραγματοποιηθεί έναν περίπου μήνα πριν από το οριστικό τέλος της συμμορίας και σ' αυτήν ο Φώτης Γιαγκούλας θα φιλήσει σταυρωτά τους τρεις ληστές και θα ευχηθεί ν' αλλάξει η μοίρα του κοντά τους και έτσι ν' αλαφρύνει κάπως η ψυχή του από τα τόσα κρίματα που τη βαραίνουν.
Ύστερα η συμμορία θ' αποφασίσει για την αιχμαλωσία των δύο εξαδέλφων Ραπταίων, πράγμα που θα βάλει για μια ακόμα φορά στα ίχνη τους πολυάριθμα καταδιωκτικά αποσπάσματα.

ΧΡΟΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ: ΚΥΡΙΑΚΗ 20 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1925
ΦΩΤΗΣ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΣ ΜΠΑΜΠΑΝΗΣ :
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ «ΑΓΡΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ» ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ


Οι Αρβανίτες ήρθανε
να δούνε τον Γιαγκούλα
και χίλια δώρα δώσανε
να δούνε τον Γιαγκούλα
Να μάθουν πώς ληστεύουνε
δίχως να φοβηθούνε
Πώς το χρυσάφι που έχουνε
στη γης θα το χαρούνε.

Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1925, ημέρα Κυριακή, ένα καλά οργανωμένο απόσπασμα από είκοσι επτά σκληροτράχηλους χωροφύλακες και πέντε καλά εκπαιδευμένους αγροφύλακες, με τη βοήθεια ενός ντόπιου καταδότη, του κτηνοτρόφου Γρηγόρη Γκόρτσου ή Γιουλάκη ή Γούλα από τη Βρόντου Πιερίας, θα έχει καταφέρει να εντοπίσει και να περικυκλώσει τους διαβόητους λήσταρχους των χρόνων του Μεσοπολέμου Φώτη Γιαγκούλα, Πάντο Μπαμπάνη, τον αδελφό του Λεωνίδα Μπαμπάνη και τον εξάδελφο τους Κώστα Τσαμήτα, στο απρόσιτο λημέρι τους στη θέση Κόκκαλα του Ολύμπου, πάνω από την Κλεφτόβρυση.
Οι καλά εκπαιδευμένοι χωροφύλακες που επιλέγονται εν σπουδή από το Λιτόχωρο και τα γύρω χωριά θα έχουν για αρχηγό τους αυτή τη φορά έναν σκληροτράχηλο κι αποφασισμένο αξιωματικό της χωροφυλακής, το μοίραρχο Ιωάννη Πετράκη.
Ο Πετράκης είναι ένας ορκισμένος και απηνής διώκτης του λήσταρχου Φώτη Γιαγκούλα. Μέχρι πριν από λίγο χρονικό διάστημα υπηρετούσε στην Έδεσσα και μια μέρα, χωρίς να εξηγήσει τι και πώς, ζήτησε να τοποθετηθεί διοικητής των καταδιωκτικών αποσπασμάτων στην περιοχή του Ολύμπου. Ο λόγος; Είναι κρυφός και τον κρατάει μόνο για τον εαυτό του, αλλά λίγο λίγο και από κάτι μισόλογα αυτός έχει αρχίσει να βγαίνει προς τα έξω. Το συζητάνε όταν βρεθούν μόνοι οι χωροφύλακες και οι συνάδελφοι του και ίσως να το ξέρει και η υπηρεσία. Θέλει, λέει, να εκδικηθεί τον διαβόητο λήσταρχο για το πάθημα ενός συνονόματου πρωτοξαδέλφου και ενός συναδέλφου του, που πριν από λίγο καιρό ο Γιαγκούλας τους είχε αφοπλίσει και τους είχε αφήσει να γυρίσουν άοπλοι και καταντροπιασμένοι στην υπηρεσία τους, σκοτώνοντας κατά τρόπο άγριο τον επικεφαλής τους ανθυπομοίραρχο Αποστόλου. Και τώρα, ένα σχεδόν μήνα από την εθελοντική του τοποθέτηση στην περιοχή του Ολύμπου, ο μοίραρχος της χωροφυλακής Ιωάννης Πετράκης βιάζεται να λογαριαστεί μαζί του. Εξάλλου το έλεγε συνεχώς τριγυρίζοντας από καφενείο σε καφενείο και από πλατεία σε πλατεία, στρίβοντας με νόημα το αρειμάνιο μουστάκι του:
«Πού θα μου πάει, αν δεν τον φάω μια μέρα τον κερατά, να μη με λένε Πετράκη!»
Και για το σκοπό αυτό ολοένα και περισσότερο προετοιμαζόταν, περιμένοντας να βρει την κατάλληλη ευκαιρία.
Και να που οι καλογυμνασμένοι άντρες, κάτω από τη δική του καθοδήγηση, έχουν κιόλας πραγματοποιήσει μέσα στα σκοτάδια της νύχτας μια δύσκολη και ιδιαίτερα επίπονη, σχεδόν ορειβατική αναρρίχηση, χωρίς τα άρβυλα τους, που τα έχουν δεμένα με τα κορδόνια και περασμένα στο λαιμό τους, η οποία θα κρατήσει όλο εκείνο το βράδυ του Σαββάτου.
Πριν το πρώτο ξημέρωμα της Κυριακής 20 Σεπτεμβρίου 1925, κατάκοποι και καταϊδρωμένοι, οι άντρες του καταδιωκτικού αποσπάσματος θα διακρίνουν μέσα στην ησυχία σε απόσταση βολής όπλου την καλά κρυμμένη είσοδο της δυσπρόσιτης σπηλιάς που αποτελούσε το κρησφύγετο των ληστών. Τους βλέπει γύρω του ο μοίραρχος λαχανιασμένους, κουρασμένους, καταϊδρωμένους, αλλά να έχουν φέρει σε πέρας την επίπονη ανάβαση τους, και φτερουγίζει η καρδιά του από την προσμονή του μεγάλου γεγονότος. Οι περισσότεροι είναι νέοι, κάπως ανώριμοι ίσως, αλλά με τη σειρά του κι αυτός τους έχει προετοιμάσει όσο γινόταν καλύτερα. Γι' αυτό και τους καμαρώνει.
Οι άντρες του αποσπάσματος θα φάνε λίγη γαλέτα μέσα σε απόλυτη σιωπή, θα πιουν νερό από τα παγούρια τους και ύστερα, όσοι απ' αυτούς θέλουν, θα καπνίσουν. Ξεθεωμένοι κυριολεκτικά από το ανέβασμα, θ' αλείψουν με μπόλικο λίπος τα πληγιασμένα πόδια τους, πριν ξαναφορέσουν τα σκληρά και φαγωμένα τους άρβυλα. Στη συνέχεια θα χωριστούν σε τρία τμήματα, κυκλώνοντας το ληστρικό λημέρι, και θα ξαπλώσουν τυλιγμένοι στις βρόμικες και σκισμένες χλαίνες τους, περιμένοντας να σκάσουν μύτη οι πρώτες ακτίνες του ήλιου.
Όλα αυτά βέβαια μέχρι τις εννέα το πρωί. Είναι η στιγμή που ο Κώστας Τσαμήτας θα πάει ανυποψίαστος στην πολύ κοντινή βρύση για να γεμίσει με φρέσκο νερό τα παγούρια της συμμορίας και να επιστρέψει στη σπηλιά τους. Ύστερα οι ληστές θα καθίσουν απ' έξω για να φάνε, και τότε είναι που ο τόπος θα αλαφιαστεί από τους απανωτούς πυροβολισμούς των μάουζερ και των μάνλιχερ και η ησυχία του πρωινού θα γίνει χίλια κομμάτια από τις πολλαπλές ριπές των όπλων, τις οιμωγές των τραυματισμένων και γενικότερα τις κραυγές και τις βρισιές της συμπλοκής, που τελικά θα κρατήσει μέχρι τις πέντε το απόγευμα.
Ο Κώστας Τσαμήτας ήταν ο μόνος που είχε μείνει στη σπηλιά από την αρχή της συμπλοκής, πυροβολώντας αδιάκοπα από το άνοιγμα της. Μισή ώρα μετά, και βλέποντας τον άμεσο κίνδυνο εγκλωβισμού του σ' αυτήν, θα πραγματοποιήσει μια απελπισμένη έξοδο, σε μια προσπάθεια να συναντηθεί με τους συντρόφους του. Και τότε θα τραυματιστεί βαρύτατα από τις σφαίρες των χωροφυλάκων και στα δυο του πόδια και θα κυλιστεί στο έδαφος μέσα σε αίματα και βογγητά. Κι από τη θέση αυτή είναι που θα τους δει και θα τους ακούσει να φεύγουν ο ένας στο κατόπι του άλλου, για να πεθάνει κι ο ίδιος ύστερα από λίγο απ' τα τραύματα του, που θα αιμορραγούν συνέχεια.
Ο χώρος που θα επιλέξουν οι ληστές για να ταμπουρωθούν με τους πρώτους πυροβολισμούς δεν θα είναι η σπηλιά αλλά το βάθος του ρέματος, που θα μεταβληθεί σε λίγο σε κόλαση φωτιάς, σίδερου και καπνού, με τους δύο νεαρούς ομήρους, τα εξαδέλφια Ράπτη, του κάκου να προσπαθούν, τρέμοντας από το φόβο τους σε όλη τη διάρκεια της συμπλοκής, να λουφάξουν πίσω από τα παρακείμενα βράχια.
Στις δύο το μεσημέρι, μέσα στον ορυμαγδό της μάχης, θα σκοτωθεί από φονική σφαίρα ο θρυλικός λήσταρχος του Μεσοπολέμου Φώτης Γιαγκούλας. Μία περίπου ώρα αργότερα θα τον ακολουθήσει στο αχερούσιο ταξίδι του ο επίσης διαβόητος σύντροφος του Πάντος Μπαμπάνης.
Ο Φώτης Γιαγκούλας σε όλη τη διάρκεια της μάχης θ' αναπηδά αλαφιασμένος από το ένα μέρος στο άλλο, απειλώντας θεούς και δαίμονες, άλλοτε κρατώντας το κοφτερό του μαχαίρι στα δυνατά του δόντια, με μάτια γουρλωμένα από την ένταση της μάχης και τα μακριά του μαλλιά ν' ανεμίζουν, κι άλλοτε θα βρίζει χυδαία τους χωροφύλακες και τους αξιωματικούς τους, λέγοντας πως ο Φώτης Γιαγκούλας σκοτώνεται αλλά δεν παραδίνεται στους καραβανάδες.
Πάνω στη φωτιά της μάχης ο ενωμοτάρχης Καλογούρης θα βρει ευκαιρία και από απόσταση μερικών μέτρων θα σημαδέψει το στήθος του αγριεμένου λήσταρχου. Η σφαίρα θα βρει τον Φώτη Γιαγκούλα στην καρδιά, τινάζοντας έναν κατακόκκινο πίδακα από αίμα... Ύστερα ο λήσταρχος θα λυγίσει και θα κυλιστεί αιμόφυρτος μέσα στη σκόνη και στον κουρνιαχτό της μάχης. Λίγο πριν θα προλάβει και θα σκοτώσει ένα χωροφύλακα και θα τραυματίσει έναν άλλο από τους πολιορκητές του.
Ο θάνατος του Φώτη Γιαγκούλα θα κάνει τους συντρόφους του να παγώσουν. Εκείνη η μία και μοναδική σφαίρα θα είναι σαν να έχει τρυπήσει τις καρδιές όλων όσων είχαν απομείνει ζωντανοί. Τη νιώθουν να τους καίει τα σωθικά, να τους πονάει αφάνταστα, κι αυτό είναι που τους κάνει θηρία. Όμως ο χρόνος έχει κιόλας αρχίσει και γι' αυτούς την αντίστροφη μέτρηση του. Στις τρεις περίπου μετά το μεσημέρι θα πέσει νεκρός από σφαίρες που έφαγε στο μέτωπο ο Πάντος Μπαμπάνης, αφού προηγουμένως θα επαναλαμβάνει συνεχώς:
«Θεέ μου, Παναγία μου, σώστε με και θα σας τάξω ό,τι θέλετε».
Στις πέντε το απόγευμα ο τελευταίος επιζών των λήσταρχων, ο αδελφός του Μπαμπάνη Λεωνίδας, θα δολοφονήσει εν ψυχρώ τον δωδεκάχρονο από τους δύο νεαρούς ομήρους, τον Μήτσο Ράπτη (σύμφωνα με τον άγραφο κώδικα των ληστών, που ήθελε, «εάν συμπέση να συμπλακώσι μετά στρατιωτικών αποσπασμάτων και δεν δύνανται να φέρωσι μεθ' εαυτών ζώντα τον αιχμάλωτον, να τον φονεύουσι πάραυτα»). Την ίδια στιγμή θα δεχτεί την απελπισμένη επίθεση από τον άλλο όμηρο, το φοιτητή της ιατρικής Νίκο Ράπτη, που θα κατορθώσει να τον αφοπλίσει, κι έτσι ύστερα από λίγο ο λήσταρχος, εγκλωβισμένος από παντού και άοπλος, θα πέσει στα χέρια των χωροφυλάκων.
Ο Νίκος Ράπτης θα γράψει για όλα αυτά, και κυρίως για τη συμπλοκή του με τον Λεωνίδα Μπαμπάνη, στο ημερολόγιο του τα εξής:

Είχα γίνει έξω φρενών και αδιαφορούσα διά την ζωήν μου. Μόλις πρόλαβα να τον χτυπήσω μία φορά και μου πιάνει με το αριστερό του χέρι τον αορτήρα του όπλου που προσπαθούσα να του το αποσπάσω. Αμέσως βγάζει από την θήκην το μικρότερο μαχαίρι και άρχισε να μου δίνει- συνεχώς μαχαιριές σε διάφορα μέρη του σώματος. Εγώ, χωρίς να τις αισθάνομαι από τον ψυχικό βρασμό, κατέβαλλον κάθε δυνατή προσπάθεια να τις αποφύγω να μην είναι πολύ βαθιές προβάλλων αναλόγως το όπλο. Οι χωροφύλακες έβαλλον συνεχώς και έτσι ευρισκόμην μεταξύ δύο πυρών [...] Δεν μπορώ να καθορίσω πόση ώρα διήρκεσεν η πάλη χωρίς να μπορέσει να μου αφαιρέσει το όπλο, πάντως άνω των πέντε λεπτών, οπότε ησθάνθην ολόκληρον το αριστερό μου πόδι μουδιασμένο και να μην μπορώ να το στερεώσω. Εις το διάστημα της πάλης με έβριζε συνεχώς [...] Αυτή την ώραν βρήκε την ευκαιρία και άρχισε να μου κόβει τα χέρια διά να μου πάρει το όπλον...

Ύστερα από το θάνατο του Φώτη Γιαγκούλα στην περιοχή της Κλεφτόβρυσης, στις τσέπες του θα βρεθεί μια ερωτική επιστολή σταλμένη από μια ερωμένη του, την Μπίλιω Κάστανα, που τον παρακαλούσε να την επισκεφθεί..
Λένε πως συνολικά οι ερωμένες του λήσταρχου ήταν τουλάχιστον πέντε. Μία από αυτές, η συγχωριανή του Ευαγγελία, θα γίνει κάποια στιγμή γυναίκα του (ο Γιαγκούλας θα πει ότι την είχε παντρευτεί σε ένα ερημοκλήσι) και θα κάνει μάλιστα μαζί του κι ένα παιδί, που θα πεθάνει από τις κακουχίες των βουνών. Μια φιλενάδα της, η Μαρία, από διπλανό χωριό, θα παντρευτεί το ληστή Γκανάτσιο. Οι δύο γυναίκες είχαν ακολουθήσει τους ληστές με τη θέληση τους, αλλά, αμάθητες καθώς ήταν, θα υποφέρουν τα πάνδεινα επάνω στα βουνά, με αποτέλεσμα η Μαρία να αρρωστήσει. Οι ληστές θα τις αφήσουν σε κάποια σπηλιά στο δάσος Ναλήσκο, αλλά το κρησφύγετο τους θα ανακαλυφθεί πολύ γρήγορα από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα και ο μοίραρχος Καράσης θα το πολιορκήσει με μεγάλη δύναμη χωροφυλάκων, θα τις συλλάβει και στη συνέχεια θα τις μεταφέρει στις φυλακές Κοζάνης, όπου αργότερα θα πληροφορηθούν το θάνατο των συζύγων τους.

Το άγγελμα του θανάτου του θρυλικού κι αδιαφιλονίκητου «βασιλιά των ελληνικών ορέων» Φώτη Γιαγκούλα θα ταξιδέψει με τα φτερά του θρύλου από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της Ελλάδας και θα βυθίσει σε θλίψη αρκετούς απ' αυτούς που ο λήσταρχος, εν τη μεγαλοκαρδία του, είχε συνδράμει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Πολλοί δεν θα θελήσουν ούτε στιγμή να πιστέψουν πως ο «ωραίος των ελληνικών ορέων» δεν θα ξανακάνει την πανώρια εμφάνιση του σκορπίζοντας το φόβο και τον τρόμο στους αδικητές των φτωχών και των ανήμπορων. Και πολλοί θα είναι αυτοί που θα εξακολουθήσουν να τον «βλέπουν» να κατηφορίζει στις πλαγιές των βουνών ή να παίρνει τις ανηφοριές τους. Κι όταν αργότερα οι καταδότες του Φώτη Γιαγκούλα θ' αρχίσουν να χάνονται ένας ένας απ' τη ζωή, ορισμένοι θα πουν πως το φάντασμα του ήταν που έπαιρνε την εκδίκηση του, ενώ αρκετοί θα συνεχίσουν να πιστεύουν πως ο «αδικοσκοτωμένος λήσταρχος» εξακολουθούσε να κυβερνά, έστω και αόρατος, τα χωριά των περιοχών όπου δρούσε, χτυπώντας κατακέφαλα την αδικία από τη μια και από την άλλη μοιράζοντας το δίκιο καταπώς του πρέπει…
Η ιστορία του Φώτη Γιαγκούλα είναι γεμάτη από κατορθώματα που θα σμιλέψουν το θρύλο που περιέβαλλε το πρόσωπο του. Άλλοι θα μιλήσουν για το αιματοβαμμένο του αστέρι κι άλλοι για έναν εκδικητή που χτυπούσε το άδικο όπου το έβρισκε. Κανείς μέχρι σήμερα δεν κάθισε να γράψει την πραγματικότητα γύρω από τη ζωή του.
Ένας Καταφυγιώτης, ο μακαρίτης Βασίλης Βουβονίκος, έλεγε πάντα για τη λεβεντιά των ληστών και ιδίως εκείνην του Γιαγκούλα:

«Ένα βράδυ τους άκουσα που περνούσαν έξω από το σπίτι μου, στο δρόμο, κάπου πήγαιναν. Κοιτάω απ' το παραθυράκι της κουζίνας, όπου διέκρινα τρεις σκιές. Μπροστά ξεχώριζε εκείνη του Γιαγκούλα, τα τσαρούχια του με τις πρόκες από κάτω βροντούσαν καθώς περπατούσε πάνω στο καλντερίμι και τα ολόχρυσα φλουριά που είχε κρεμασμένα στο στήθος και στα πόδια του κουδούνιζαν συνέχεια...»

Ο Τάκης Τσέος λέει για τον Φώτη Γιαγκούλα:
«Ήταν λεβέντης. Όμως χαλνούσε κόσμο. Έπαιρνε άδικα κεφάλια!»

Τον Ιούλιο του 1933 έγινε χαμός με την είδηση ότι κάπου κάποιοι είχαν ξεθάψει το προσωπικό του ημερολόγιο. Μάλιστα η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Το Φως» έγραψε ότι, κατά τρόπο άγνωστο και μυστηριώδη, κατάφερε να το αποκτήσει και την Παρασκευή 28 Ιουλίου άρχισε, κατόπιν σχετικών τυμπανοκρουσιών, την πρωτοσέλιδη δημοσίευση του, που όμως διακόπηκε ύστερα από δύο μέρες, μετά την άμεση επέμβαση του εισαγγελέα πρωτοδικών Θεσσαλονίκης.



Η ληστεία στο Όρλιακο Σερρών έγινε από τον Τζατζά, αλλά οι μαρτυρίες από τους ληστευθέντες για άντρα όμορφο και εγγράματο, έστρεψαν αρχικά τις υποψίες των χωροφυλάκων και δημοσιογράφων στον Γιαγκούλα.


Αποσπάσματα απ΄ το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη «Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν»-Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Αναγνώστες